Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Η ένωση

Κεφάλαιο Ι
9. Η ένωση
Το Εγώ μου τώρα στεκόταν δίπλα μου κοιτάζοντας τον πελώριο ποταμό του κόσμου του, να περνάει από μπροστά μας με ορμή. Αριστερά και δεξιά ανοιγόταν και γινόταν πλατύς, όμως εμπρός μας στένευε σε ένα μικρό πέρασμα. Βαθύ αλλά πολύ στενό και σε τέτοιο σημείο του συνολικού του μήκους, που όταν πλησίαζες πολύ κοντά του, σου ήταν αδύνατον να δεις τον υπόλοιπο ποταμό αριστερά και δεξιά σου, παρά μονάχα το συγκεκριμένο πέρασμα.
«Θα ήθελα να κοιτάξεις πέρα εκεί αριστερά, στην αρχή του ποταμού που διάλεξες για κόσμο» είπα στο Εγώ μου. «Εκεί από όπου πηγάζει η ροή του. Εκεί που ξεπετιέται και ξεχύνεται ορμητικός. Όσο πιο μακριά μπορεί να φτάσει το βλέμμα σου.»
Το σώμα μου με το Εγώ μου, έστρεψε τη ματιά του προς τα εκεί που του υπέδειξα. «Εντάξει…» είπε, «αλλά τι να δω;»
«Διάλεξε μια μικρή σταγόνα απ τα νερά του. Παρατήρησέ την καθώς θα κινείται πλησιάζοντάς μας προς τα εδώ ορμητικά» του απάντησα…
«Μέσα από όλο το ποτάμι που ρέει εμπρός μας, να διαλέξω μονάχα μια μικρή σταγόνα απ τη μάζα του; Όποια να ‘ναι; Αυτό μου λες;» με ξαναρωτά.
Έγνεψα καταφατικά…
«Πριν τη διαλέξεις όμως» το διέκοψα, «να κοιτάξεις όλο το εύρος του ποταμού, από το ένα άκρο του στο άλλο, για να δεις από ποια διαδρομή περίπου θα περάσει. Να διακρίνεις όλα τα πιθανά σημεία της πορείας της. Τις πέτρες, τους πεσμένους κορμούς, τις στροφές που θα κάνει, τους μικρούς καταρράκτες που θα συναντήσει. Όσο πιο πολλά σημεία μπορείς. Όπως βλέπεις, εδώ εμπρός μας, ο ποταμός στενεύει υπερβολικά. Έτσι όποια σταγόνα και να διαλέξεις, θα περάσει οπωσδήποτε από αυτό εδώ το σημείο». Έδειξα με το χέρι μου το βαθύ αλλά στενό πέρασμα του ποταμού εμπρός μας και συνέχισα...
«Να διαλέξεις τη σταγόνα σου στην αρχή του ποταμού κι ύστερα να πλησιάσεις εδώ μπροστά μας, στο στενό αυτό πέρασμα. Από εδώ, δεν θα μπορείς να παρατηρείς πλέον τη διαδρομή της καθώς πλησιάζει, έτσι το μόνο που θα κάνεις, είναι να την περιμένεις να περάσει. Πρέπει να παρατηρείς προσεκτικά όμως και μόλις φτάσει, να μου τη δείξεις. Μόλις τη δεις, θα φωνάξεις τη λέξη ‘τώρα’ που θα σημαίνει ότι η σταγόνα την οποία έχεις επιλέξει, βρίσκεται ακριβώς εμπρός σου και την παρατηρείς. Έτσι θα τη δω κι εγώ. Εντάξει;» είπα και περίμενα αν με ρωτήσει κάτι άλλο.
Το Εγώ μου σκέφτηκε για λίγο αυτά που του περιέγραψα κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. Πέρασε το βλέμμα του με προσοχή από το ένα άκρο του ποταμού στο άλλο, σε όλο το μήκος της ροής που μπορούσε να δει, στάθηκε για λίγο σε κάποια σημεία, ύστερα κοίταξε το στενό πέρασμα εμπρός μας όπου θα πέρναγε η ροή του ποταμού μαζί με τη σταγόνα που θα διάλεγε και τέλος γύρισε πάλι αριστερά στο βάθος της αρχής του. Εστίασε το βλέμμα του σε κάποια σταγόνα του νερού του και μου έδωσε το σινιάλο. «Διάλεξα μία. Ξεκινάμε…» είπε και προχώρησε εμπρός εστιάζοντας ευθεία στο κέντρο του περάσματος.
Άφησα λίγο χρόνο να περάσει κι ύστερα ρώτησα
«Βλέπεις τη σταγόνα σου;»
«Όχι ακόμη. Δεν έχει φτάσει, χρειάζεται λίγο χρόνο» μου απάντησε εκείνο.
Τον κοιτούσα να παρατηρεί κι συγχρόνως έστρεφα τη ματιά μου σε όλο το μήκος του ποταμού, παρατηρώντας τη συνεχή ροή από εκατομμύρια σταγόνες που ταξίδευαν μαζί με εκείνη που είχε επιλέξει το Εγώ μου, κολλημένες η μία δίπλα και πάνω στην άλλη. Τις παρατηρούσα μέσα στην υδάτινη μάζα που κυλούσαν με ορμή σχηματίζοντας μια συνεχή ροή που παιχνίδιζε με το υπόλοιπο νερό και το φως που περνούσε από μέσα τους.
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να ακουστεί η λέξη που του είχα ζητήσει να πει.
«Τώρα» φώναξε το Εγώ μου δυνατά.
«Βλέπεις τη σταγόνα σου;» το ρωτάω αμέσως
«Όχι» απαντάει εκείνο
«Τότε γιατί φώναξες τη λέξη ‘τώρα’;» το ξαναρωτάω
«Φώναξα διότι την είδα να περνάει στιγμιαία» εξήγησε αμήχανα «αλλά τώρα δε τη βλέπω πια. Πέρασε και έφυγε.»
«Και τι βλέπεις τώρα;» συνέχισα
«Μια άλλη…»
«Και τώρα;»
«Μια ακόμα…»
«Και τώρα;»
«Άλλες σταγόνες να περνούν, τη μια μετά την άλλη… Χιλιάδες σταγόνες βλέπω, αλλά όχι εκείνη που είχα διαλέξει στην αρχή» απάντησε το Εγώ μου..
«Για παρατήρησε τις καλύτερα» επέμεινα…
Το Εγώ μου σταμάτησε να μιλάει και έσκυψε πάνω από το στενό πέρασμα για να δει. Μα πριν ολοκληρώσει την κίνησή του, η ροή του ποταμού σταμάτησε, το στενό πέρασμα χάθηκε και στη θέση του φάνηκε πάλι ολόκληρο το μακρύ ποτάμι, από την αριστερή του μέχρι τη δεξιά του άκρη. Μόνο που τώρα, οι σταγόνες που ήταν χωμένες μέσα στην υγρή του μάζα, άρχισαν σιγά-σιγά να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο νερό, μέχρι που βγήκαν στην επιφάνεια αιωρούμενες κάθε μία σε μια μακριά σειρά, μονάχες δίπλα-δίπλα και ακίνητες. Το Εγώ μου σάστισε…
«Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε κοιτάζοντας απορημένα το ακίνητο τοπίο καθώς οι σταγόνες που συνέχιζαν να στέκουν πάνω από το νερό, άρχισαν τώρα να διογκώνονται σε γιγαντιαίες σφαίρες.
«Ποιο Αυτό εννοείς;» ρώτησα σχεδόν περιπαιχτικά τώρα το Εγώ μου. «Αυτό που βλέπω εγώ, ή Αυτό που μπορείς να δεις εσύ…».
Είπα, κι αμέσως η σειρά από τις πελώριες σταγόνες που στέκονταν δεξιά και αριστερά εκείνης που στεκόταν στο κέντρο του περάσματος εμπρός μας, έγιναν αχνές στα μάτια του Εγώ μου, αφήνοντας μονάχα μια, μόνη της να αιωρείται έντονα και ευδιάκριτα…
Το σώμα μου με το Εγώ μου ταράχτηκε. Κοιτούσε γύρω μη μπορώντας να καταλάβει τι γινόταν.
«Πού πήγαν όλες;» ρώτησε διστακτικά
«Ποιες όλες;» το προκάλεσα να αντιληφθεί τι συμβαίνει.
«Όλο το ποτάμι. Πού πήγε; Γιατί έμεινε μονάχα μια σταγόνα;» ρώτησε εκείνο πάλι έκπληκτο.
«Αυτή η σταγόνα είναι όλες οι σταγόνες. Η ίδια αυτή σταγόνα που παρατηρούσες. Στο ίδιο αυτό σημείο που εσύ φώναξες ‘τώρα’. Εδώ είναι, να την ακίνητη εμπρός μας.» επέμεινα ήρεμα…
«Μα πώς γίνεται να είναι αυτή; Κι έπειτα, δεν έβλεπα μονάχα μια σταγόνα. Την έβλεπα μέσα σε ένα σύνολο, μέσα σε μια διαδρομή ενός ορμητικού ποταμού στην οποία συμμετείχε ένα ολόκληρο περιβάλλον» προσπαθούσε να καταλάβει το Εγώ μου.
«Για κοίτα καλύτερα μέσα της» τον παρότρυνα. «Τι βλέπεις;»
Το Εγώ μου, έσκυψε πάλι πάνω από τη σταγόνα -που τώρα είχε γίνει μεγάλη και σφαιρική- και κοιτούσε μέσα της.
«Δεν μπορώ να καταλάβω» συνέχισε σαστισμένο «μέσα της υπάρχει ολόκληρο το ποτάμι, από άκρο σε άκρο του χωρίς να μπορώ να δω πού πραγματικά αρχίζει και πού τελειώνει»
«Μπες μέσα της» το παρότρυνα τώρα περισσότερο από πριν. «Μπορείς να δοκιμάσεις…» κι εκείνο, υπάκουσε και μπήκε.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ρώτησα.
«Ένα τοπίο ακίνητο» απάντησε εκείνο. «Είναι όλα εδώ. Το ποτάμι, οι όχθες, οι πέτρες, τα επιπλέοντα ξύλα, τα πάντα αλλά δεν κινείται τίποτε. Είναι σαν να μπήκα μέσα σε μια τρισδιάστατη φωτογραφία. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο»
«Θα αφήσω να κυλήσει αυτή η σταγόνα προς τα δεξιά, προς τα εκεί που κυλούσε το ποτάμι, ώστε στη θέση της να έρθει η επόμενη, που βρίσκεται τώρα αριστερά της» είπα στο Εγώ μου που τώρα στεκόταν στο κέντρο της μεγάλης σφαιρικής σταγόνας του ποταμού. «Μείνε ακίνητος. Η παλιά σταγόνα θα κυλήσει μονάχη της χωρίς εσένα προς τα δεξιά σου, αφήνοντας το χώρο ελεύθερο να τον καταλάβει η νέα η οποία θα περάσει από μέσα σου χωρίς να σε αγγίξει. Θα περάσει κι όταν πάρει τη θέση της, εσύ θα βρεθείς πάλι μέσα της όπως είσαι τώρα. Εντάξει;»
«Εντάξει» απάντησε το Εγώ μου κι εγώ άφησα την παλιά σταγόνα να κυλήσει, αφήνοντας την καινούργια που έφτασε από αριστερά, να πάρει τη θέση της.
«Τι βλέπεις τώρα;» ρώτησα πάλι το Εγώ μου.
«Το ίδιο τοπίο όπως και πριν. Μόνο που τώρα είναι σαν να κουνήθηκαν τα πάντα γύρω. Είναι ακίνητα, αλλά όχι στην προηγούμενη θέση. Μόνο οι όχθες είναι σταθερές. Το νερό και οι κορμοί που επιπλέουν, έχουν μετακινηθεί. Εξακολουθώ όμως να αισθάνομαι σαν να είμαι μέσα σε τρισδιάστατη φωτογραφία» απάντησε το σώμα με το Εγώ μου.
«Τώρα θα αφήσω ελεύθερη τη ροή από τις σταγόνες που παρατηρούσες πριν. Είναι οι σταγόνες του ποταμού που σχεδίασες. Θα τις αφήσω να κυλήσουν μονάχες τους. Η κάθε μία θα φτάνει σε σένα, θα σε τυλίγει για να βρεθείς μέσα της χωρίς να σε αγγίζει κι ύστερα θα κυλά πάλι προς τα δεξιά σου αφήνοντας το χώρο ελεύθερο για να φτάσει η επόμενη. Δεν θα χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο. Όλα θα γίνονται μόνα τους χωρίς να παρέμβουμε ξανά. Είσαι έτοιμος;»
Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να μου απαντήσει. Ακούστηκε διστακτικό.
«Μπορείς να το κάνει αργά στην αρχή;» με ρώτησε κι εγώ συμφώνησα. Άφηνα την κάθε σταγόνα ελεύθερη, μα πριν κυλήσει δεξιά για να έρθει η επόμενη, μετρούσα μέχρι το τρία καθυστερώντας την, δίνοντας χρόνο στο Εγώ μου να συνηθίσει την αλλαγή του χώρου του.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ξαναρώτησα.
«Βλέπω το περιβάλλον να αλλάζει ρυθμικά. Είναι ακίνητα για λίγο και ύστερα εμφανίζονται σε διαφορετική θέση σαν να έχουν κινηθεί από μόνα τους. Δεν μπορώ να καταλάβω τις σταγόνες πως αλλάζουν, απλά αισθάνομαι το περιβάλλον μου να αλλάζει, βλέποντάς τα σε άλλη στάση. Όχι όλα όμως. Μόνο εκείνα που κινούνται, όπως το νερό του ποταμού. Οι όχθες του, εξακολουθούν να είναι σταθερές»
«Θα αφήσω το ροή ελεύθερη τώρα» είπα κι εκείνο δεν απάντησε, συμφωνώντας μαζί μου να ελευθερώσω τη ροή από το ποτάμι του κόσμου που σχεδίασε ο ίδιος.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ξαναρώτησα σχεδόν με αγωνία. Περίμενα μερικά λεπτά πριν ακούσω κάποια απάντηση.
«Ένα υπέροχο κόσμο» ακούστηκε μια φωνή γεμάτη θαυμασμό. «Ένα κόσμο να κινείται και να αλλάζει ασταμάτητα. Η μέρα με το βράδυ, ο ήλιος με το φεγγάρι, ο χειμώνας με το καλοκαίρι, ο άνεμος με το χιόνι, ο ουρανός με τα σύννεφα και τα κύματα με τα πλοία, αγκαλιάζουν ζώα, πουλιά, ανθρώπους και φυτά σε ένα ατέρμονα κύκλο συνεχούς γέννησης». Το εγώ μου ακουγόταν ενθουσιασμένο.
«Κι εσύ, πού βρίσκεσαι;» το ρώτησα
«Στο κέντρο αυτού του υπέροχου κόσμου» απάντησε πάλι το ίδιο χαρούμενα με πριν.
«Τώρα θέλω να έρθεις πάλι έξω, εδώ που βρίσκομαι εγώ» το παρότρυνα…
«Δεν… δεν θέλω να φύγω από εδώ» απάντησε το Εγώ με το σώμα μου διστακτικά… «Μου αρέσει τόσο πολύ ο κόσμος μου…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αποφάσισα να μιλήσω μονάχα στο Εγώ μου.
«Άφησε το σώμα σου μέσα στον κόσμο σου, κι έλα μόνος σου για λίγο έξω» είπα σχεδόν προστακτικά. «Για να δεις αυτό που δημιούργησες από το σημείο που το βλέπω κι εγώ». Το εγώ μου υπάκουσε απρόθυμα, βγήκε έξω, με πλησίασε, στάθηκε δίπλα μου κοιτάζοντας προς το ποτάμι, μα βλέποντάς το τώρα από το σημείο που βρισκόμουν σάστισε εντελώς…
«Τι… Τι είναι όλο αυτό;» κατάφερε να ψελλίσει…
Εκατομμύρια γιγαντιαίες σταγόνες του ποταμού του κόσμου του, περνούσαν με απίστευτη ταχύτητα από εμπρός μας, η μία μετά την άλλη σαν βαγόνια τρένου, κάνοντάς το σχεδόν αδύνατον να διακρίνουμε κάθε μία ξεχωριστά, παρά μονάχα να τις βλέπουμε σαν ένα γιγαντιαίο ποταμό, ο οποίος κυλούσε με ασύλληπτη ορμή από εμπρός μας. Πρότεινα το χέρι μου, δείχνοντας προς τον ποταμό.
«Ο κόσμος σου» είπα εξακολουθώντας να δείχνω προς το ποτάμι του κόσμου του Εγώ μου. «Εκεί ήσουν πριν από λίγο. Το σώμα μας είναι ακόμη εκεί. Θέλεις να το δεις;»
«Πού είναι το σώμα μου;» ψέλλισε πάλι το Εγώ μου. «Δεν καταφέρνω να δω κάτι. Κινούνται όλα τόσο γρήγορα, που το μόνο που βλέπω είναι μια γιγαντιαία μάζα νερού να κινείται από αριστερά προς δεξιά»
«Τότε, σταμάτησέ την» του πρότεινα.
«Μπορώ;» γύρισε και με κοίταξε διστακτικά «Πώς;…»
«Δοκίμασε…» επέμενα. «Εδώ ο χώρος είναι νοητικός, θυμάσαι; Όπως σχεδίασες το βουνό για να έρθεις να με βρεις κι όπως δημιούργησες τη θάλασσα πριν από λίγο, με τον ίδιο τρόπο δοκίμασε να σταματήσεις τη ροή αυτή εμπρός σου, για να δεις που βρίσκεται το σώμα σου. Η πληροφορία που ζητάς, βρίσκεται μέσα στη συνείδησή μου. Μέσα σε μένα, τον Εαυτό σου. Σου την παρέχω, αρκεί να βρεις τον τρόπο να την διαβάσεις» είπα και περίμενα να δω τι θα συμβεί.
Παρατηρούσα το Εγώ μου να στέκεται σκεφτικό εμπρός μου ακίνητο κι αμίλητο. Το ένοιωθα να προσπαθεί να βρει μέσα στη γνώση που διέθετε για τον κόσμο, ένα τρόπο να σταματήσει εμπρός του τη ροή της Συνειδητότητας, όμως δεν τα κατάφερνε.
«Σταμάτα να σκέφτεσαι…» το βοήθησα… κι εκείνο, άρχισε να ηρεμεί, να καταλαγιάζει, να αποδέχεται την παρουσία μου δίπλα του και σιγά-σιγά να με πλησιάζει. Μέχρι που μπήκε ολόκληρο μέσα μου και στάθηκε αιωρούμενο στο κέντρο μου, αδύναμο και παραδομένο.
Έμεινε να στροβιλίζεται αργά για λίγο κι ύστερα άρχισε να αδειάζει από τη γνώση που κατείχε. Άδειαζε, άδειαζε κι όσο γινόταν αυτό, τόσο η συνείδησή μου περνούσε με ταχύτητα μέσα του και το γέμιζε. Κι όσο γέμιζε, αυτό χανόταν, γινόταν αχνό, σχεδόν άϋλο. Κι όσο περισσότερο άυλο γινόταν, τόσο περισσότερο γρήγορα στροβιλιζόταν μέσα μου. Μέχρι που ξαφνικά, ακινητοποιήθηκε τελείως, αιωρούμενο στο κέντρο μου και κοιτάζοντας το ορμητικό ποτάμι εμπρός μας.
Αργά αλλά σταθερά, τέντωσε με δύναμη το δεξί του χέρι ευθεία εμπρός μας, προτείνοντας την παλάμη του με τα δάκτυλα ενωμένα.
«Με τη συνείδησή σου» είπε απευθυνόμενο σε μένα, «σταματώ τη ροή του κόσμου μου». Και η ροή του κόσμου του σταμάτησε. Εντελώς. Οι γιγαντιαίες σφαιρικές σταγόνες του ποταμού του κόσμου που μέχρι εκείνη τη στιγμή περνούσαν από εμπρός μας με ασύλληπτη ταχύτητα, ακινητοποιήθηκαν, η μία πίσω από την άλλη, όπως τα βαγόνια ενός πελώριου τρένου που βρίσκεται σταθμευμένο κι ακίνητο.
«Να το σώμα μου» συνέχισε γαλήνια τώρα. «Μέσα σε κάθε σφαιρική σταγόνα κι από ένα».
Και με μια κίνηση της παλάμης του, σαν να τα καλούσε να βγουν έξω από τις σφαιρικές εκείνες σταγόνες, αυτά αναδύθηκαν. Βγήκαν έξω από την κάθε σφαίρα που στεκόταν ακίνητη και έμειναν στην κορυφή της αιωρούμενα. Τα γειτονικά, αυτά που βρίσκονταν μαζί το ένα δίπλα στο άλλο, έμοιαζαν πανομοιότυπα, σαν κλώνοι. Δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις καθόλου. Αν απομακρυνόσουν όμως από το καθένα και το συνέκρινες με κάποιο άλλο που βρισκόταν αρκετά μακριά του, τότε έβλεπες διαφορές. Άλλα ρούχα, άλλη κίνηση, άλλη θέση μέσα στη σφαίρα, άλλοι άνθρωποι και άλλο περιβάλλον γύρω του. Έτσι στο δεξί άκρο της πελώριας αυτής σειράς από σώματα, υπήρχε το μέγεθος και το σχήμα ενός μωρού, το οποίο μόλις είχε γεννηθεί στον κόσμο και στην άλλη άκρη -τέρμα αριστερά της ουράς αυτής από τις γιγαντιαίες σφαίρες-, υπήρχε το σώμα ενός γέροντα, μόλις τη στιγμή που είχε αποβιώσει. Το ίδιο σώμα, ο ίδιος άνθρωπος, σε όλες τις στιγμές της ζωής του. Κάθε σώμα και μια απειροελάχιστη στιγμή, στέκονταν όλα στη σειρά, ακίνητα εμπρός μας.
Αρχίσαμε να τα περιεργαζόμαστε. Κάθε ένα από εκείνα που βρίσκονταν εμπρός μας, έμοιαζε στο μέγεθος και το σχήμα του σώματός μου, όμως ήταν αδύνατον να κινηθεί και να μιλήσει ή να αισθανθεί κάτι, μοιάζοντας -όπως και ολόκληρη η σφαίρα μέσα στην οποία βρισκόταν-, με τρισδιάστατη κατασκευή. Το Εγώ μου, είχε βγει τώρα από μέσα μου και πλησίασε ένα από αυτά. Άπλωσε το χέρι του και το κτύπησε με το δάκτυλό του στο κεφάλι, όπως κτυπάει κάποιος μια πόρτα για να τον ακούσουν και να ανοίξουν. Τίποτε. Ούτε ακούστηκε κάποιος ήχος, ούτε υπήρξε αντίδραση από το σώμα που εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητο και ξερό. Γύρισε και με κοίταξε.
«Τι μπορώ να κάνω;» με ρώτησε, εξακολουθώντας να υπάρχει η γαλήνη στη φωνή του.
«Να γίνεις αυτό που είσαι» απάντησα αργά. «Ο συνδετικός τους κρίκος. Η ενέργεια που τα ενώνει και τα προστατεύει».
Και τότε, το Εγώ μου απλώθηκε, όπως η λάμψη του κεραυνού, από άκρου εις άκρον της πελώριας αυτής σειράς από σώματα διαπερνώντας τα με μιας και ενσταλάζοντας μέσα τους αστραπιαία τη συνείδηση που κουβαλούσε πλέον από μένα μέσα του. Κι αφού η λάμψη αυτή του κεραυνού, έφτασε και στα δύο άκρα της ζωής του, υψώθηκε πάνω τους αγκαλιάζοντάς τα όλα σαν κοσμικό φως και τους φώναξε δυνατά.
«Είμαι κομμάτι του Εαυτού μου. Από αυτόν ζω κι από αυτόν υπάρχω. Στη συνείδησή του μέσα σας βαπτίζω και μαζί σας τον κόσμο μου κινώ».
Και στη στιγμή, τα σώματα μπήκαν πάλι καθένα στη δική του γιγαντιαία σφαιρική σταγόνα και το ποτάμι του κόσμου του σώματος και του Εγώ μου, ξεκίνησε να ρέει ξανά, με την ίδια εκείνη ασύλληπτη ταχύτητα εμπρός μου.
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/9.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να σχολιάσετε το κείμενο που μόλις διαβάσατε