Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Η ένωση

Κεφάλαιο Ι
9. Η ένωση
Το Εγώ μου τώρα στεκόταν δίπλα μου κοιτάζοντας τον πελώριο ποταμό του κόσμου του, να περνάει από μπροστά μας με ορμή. Αριστερά και δεξιά ανοιγόταν και γινόταν πλατύς, όμως εμπρός μας στένευε σε ένα μικρό πέρασμα. Βαθύ αλλά πολύ στενό και σε τέτοιο σημείο του συνολικού του μήκους, που όταν πλησίαζες πολύ κοντά του, σου ήταν αδύνατον να δεις τον υπόλοιπο ποταμό αριστερά και δεξιά σου, παρά μονάχα το συγκεκριμένο πέρασμα.
«Θα ήθελα να κοιτάξεις πέρα εκεί αριστερά, στην αρχή του ποταμού που διάλεξες για κόσμο» είπα στο Εγώ μου. «Εκεί από όπου πηγάζει η ροή του. Εκεί που ξεπετιέται και ξεχύνεται ορμητικός. Όσο πιο μακριά μπορεί να φτάσει το βλέμμα σου.»
Το σώμα μου με το Εγώ μου, έστρεψε τη ματιά του προς τα εκεί που του υπέδειξα. «Εντάξει…» είπε, «αλλά τι να δω;»
«Διάλεξε μια μικρή σταγόνα απ τα νερά του. Παρατήρησέ την καθώς θα κινείται πλησιάζοντάς μας προς τα εδώ ορμητικά» του απάντησα…
«Μέσα από όλο το ποτάμι που ρέει εμπρός μας, να διαλέξω μονάχα μια μικρή σταγόνα απ τη μάζα του; Όποια να ‘ναι; Αυτό μου λες;» με ξαναρωτά.
Έγνεψα καταφατικά…
«Πριν τη διαλέξεις όμως» το διέκοψα, «να κοιτάξεις όλο το εύρος του ποταμού, από το ένα άκρο του στο άλλο, για να δεις από ποια διαδρομή περίπου θα περάσει. Να διακρίνεις όλα τα πιθανά σημεία της πορείας της. Τις πέτρες, τους πεσμένους κορμούς, τις στροφές που θα κάνει, τους μικρούς καταρράκτες που θα συναντήσει. Όσο πιο πολλά σημεία μπορείς. Όπως βλέπεις, εδώ εμπρός μας, ο ποταμός στενεύει υπερβολικά. Έτσι όποια σταγόνα και να διαλέξεις, θα περάσει οπωσδήποτε από αυτό εδώ το σημείο». Έδειξα με το χέρι μου το βαθύ αλλά στενό πέρασμα του ποταμού εμπρός μας και συνέχισα...
«Να διαλέξεις τη σταγόνα σου στην αρχή του ποταμού κι ύστερα να πλησιάσεις εδώ μπροστά μας, στο στενό αυτό πέρασμα. Από εδώ, δεν θα μπορείς να παρατηρείς πλέον τη διαδρομή της καθώς πλησιάζει, έτσι το μόνο που θα κάνεις, είναι να την περιμένεις να περάσει. Πρέπει να παρατηρείς προσεκτικά όμως και μόλις φτάσει, να μου τη δείξεις. Μόλις τη δεις, θα φωνάξεις τη λέξη ‘τώρα’ που θα σημαίνει ότι η σταγόνα την οποία έχεις επιλέξει, βρίσκεται ακριβώς εμπρός σου και την παρατηρείς. Έτσι θα τη δω κι εγώ. Εντάξει;» είπα και περίμενα αν με ρωτήσει κάτι άλλο.
Το Εγώ μου σκέφτηκε για λίγο αυτά που του περιέγραψα κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. Πέρασε το βλέμμα του με προσοχή από το ένα άκρο του ποταμού στο άλλο, σε όλο το μήκος της ροής που μπορούσε να δει, στάθηκε για λίγο σε κάποια σημεία, ύστερα κοίταξε το στενό πέρασμα εμπρός μας όπου θα πέρναγε η ροή του ποταμού μαζί με τη σταγόνα που θα διάλεγε και τέλος γύρισε πάλι αριστερά στο βάθος της αρχής του. Εστίασε το βλέμμα του σε κάποια σταγόνα του νερού του και μου έδωσε το σινιάλο. «Διάλεξα μία. Ξεκινάμε…» είπε και προχώρησε εμπρός εστιάζοντας ευθεία στο κέντρο του περάσματος.
Άφησα λίγο χρόνο να περάσει κι ύστερα ρώτησα
«Βλέπεις τη σταγόνα σου;»
«Όχι ακόμη. Δεν έχει φτάσει, χρειάζεται λίγο χρόνο» μου απάντησε εκείνο.
Τον κοιτούσα να παρατηρεί κι συγχρόνως έστρεφα τη ματιά μου σε όλο το μήκος του ποταμού, παρατηρώντας τη συνεχή ροή από εκατομμύρια σταγόνες που ταξίδευαν μαζί με εκείνη που είχε επιλέξει το Εγώ μου, κολλημένες η μία δίπλα και πάνω στην άλλη. Τις παρατηρούσα μέσα στην υδάτινη μάζα που κυλούσαν με ορμή σχηματίζοντας μια συνεχή ροή που παιχνίδιζε με το υπόλοιπο νερό και το φως που περνούσε από μέσα τους.
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να ακουστεί η λέξη που του είχα ζητήσει να πει.
«Τώρα» φώναξε το Εγώ μου δυνατά.
«Βλέπεις τη σταγόνα σου;» το ρωτάω αμέσως
«Όχι» απαντάει εκείνο
«Τότε γιατί φώναξες τη λέξη ‘τώρα’;» το ξαναρωτάω
«Φώναξα διότι την είδα να περνάει στιγμιαία» εξήγησε αμήχανα «αλλά τώρα δε τη βλέπω πια. Πέρασε και έφυγε.»
«Και τι βλέπεις τώρα;» συνέχισα
«Μια άλλη…»
«Και τώρα;»
«Μια ακόμα…»
«Και τώρα;»
«Άλλες σταγόνες να περνούν, τη μια μετά την άλλη… Χιλιάδες σταγόνες βλέπω, αλλά όχι εκείνη που είχα διαλέξει στην αρχή» απάντησε το Εγώ μου..
«Για παρατήρησε τις καλύτερα» επέμεινα…
Το Εγώ μου σταμάτησε να μιλάει και έσκυψε πάνω από το στενό πέρασμα για να δει. Μα πριν ολοκληρώσει την κίνησή του, η ροή του ποταμού σταμάτησε, το στενό πέρασμα χάθηκε και στη θέση του φάνηκε πάλι ολόκληρο το μακρύ ποτάμι, από την αριστερή του μέχρι τη δεξιά του άκρη. Μόνο που τώρα, οι σταγόνες που ήταν χωμένες μέσα στην υγρή του μάζα, άρχισαν σιγά-σιγά να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο νερό, μέχρι που βγήκαν στην επιφάνεια αιωρούμενες κάθε μία σε μια μακριά σειρά, μονάχες δίπλα-δίπλα και ακίνητες. Το Εγώ μου σάστισε…
«Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε κοιτάζοντας απορημένα το ακίνητο τοπίο καθώς οι σταγόνες που συνέχιζαν να στέκουν πάνω από το νερό, άρχισαν τώρα να διογκώνονται σε γιγαντιαίες σφαίρες.
«Ποιο Αυτό εννοείς;» ρώτησα σχεδόν περιπαιχτικά τώρα το Εγώ μου. «Αυτό που βλέπω εγώ, ή Αυτό που μπορείς να δεις εσύ…».
Είπα, κι αμέσως η σειρά από τις πελώριες σταγόνες που στέκονταν δεξιά και αριστερά εκείνης που στεκόταν στο κέντρο του περάσματος εμπρός μας, έγιναν αχνές στα μάτια του Εγώ μου, αφήνοντας μονάχα μια, μόνη της να αιωρείται έντονα και ευδιάκριτα…
Το σώμα μου με το Εγώ μου ταράχτηκε. Κοιτούσε γύρω μη μπορώντας να καταλάβει τι γινόταν.
«Πού πήγαν όλες;» ρώτησε διστακτικά
«Ποιες όλες;» το προκάλεσα να αντιληφθεί τι συμβαίνει.
«Όλο το ποτάμι. Πού πήγε; Γιατί έμεινε μονάχα μια σταγόνα;» ρώτησε εκείνο πάλι έκπληκτο.
«Αυτή η σταγόνα είναι όλες οι σταγόνες. Η ίδια αυτή σταγόνα που παρατηρούσες. Στο ίδιο αυτό σημείο που εσύ φώναξες ‘τώρα’. Εδώ είναι, να την ακίνητη εμπρός μας.» επέμεινα ήρεμα…
«Μα πώς γίνεται να είναι αυτή; Κι έπειτα, δεν έβλεπα μονάχα μια σταγόνα. Την έβλεπα μέσα σε ένα σύνολο, μέσα σε μια διαδρομή ενός ορμητικού ποταμού στην οποία συμμετείχε ένα ολόκληρο περιβάλλον» προσπαθούσε να καταλάβει το Εγώ μου.
«Για κοίτα καλύτερα μέσα της» τον παρότρυνα. «Τι βλέπεις;»
Το Εγώ μου, έσκυψε πάλι πάνω από τη σταγόνα -που τώρα είχε γίνει μεγάλη και σφαιρική- και κοιτούσε μέσα της.
«Δεν μπορώ να καταλάβω» συνέχισε σαστισμένο «μέσα της υπάρχει ολόκληρο το ποτάμι, από άκρο σε άκρο του χωρίς να μπορώ να δω πού πραγματικά αρχίζει και πού τελειώνει»
«Μπες μέσα της» το παρότρυνα τώρα περισσότερο από πριν. «Μπορείς να δοκιμάσεις…» κι εκείνο, υπάκουσε και μπήκε.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ρώτησα.
«Ένα τοπίο ακίνητο» απάντησε εκείνο. «Είναι όλα εδώ. Το ποτάμι, οι όχθες, οι πέτρες, τα επιπλέοντα ξύλα, τα πάντα αλλά δεν κινείται τίποτε. Είναι σαν να μπήκα μέσα σε μια τρισδιάστατη φωτογραφία. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο»
«Θα αφήσω να κυλήσει αυτή η σταγόνα προς τα δεξιά, προς τα εκεί που κυλούσε το ποτάμι, ώστε στη θέση της να έρθει η επόμενη, που βρίσκεται τώρα αριστερά της» είπα στο Εγώ μου που τώρα στεκόταν στο κέντρο της μεγάλης σφαιρικής σταγόνας του ποταμού. «Μείνε ακίνητος. Η παλιά σταγόνα θα κυλήσει μονάχη της χωρίς εσένα προς τα δεξιά σου, αφήνοντας το χώρο ελεύθερο να τον καταλάβει η νέα η οποία θα περάσει από μέσα σου χωρίς να σε αγγίξει. Θα περάσει κι όταν πάρει τη θέση της, εσύ θα βρεθείς πάλι μέσα της όπως είσαι τώρα. Εντάξει;»
«Εντάξει» απάντησε το Εγώ μου κι εγώ άφησα την παλιά σταγόνα να κυλήσει, αφήνοντας την καινούργια που έφτασε από αριστερά, να πάρει τη θέση της.
«Τι βλέπεις τώρα;» ρώτησα πάλι το Εγώ μου.
«Το ίδιο τοπίο όπως και πριν. Μόνο που τώρα είναι σαν να κουνήθηκαν τα πάντα γύρω. Είναι ακίνητα, αλλά όχι στην προηγούμενη θέση. Μόνο οι όχθες είναι σταθερές. Το νερό και οι κορμοί που επιπλέουν, έχουν μετακινηθεί. Εξακολουθώ όμως να αισθάνομαι σαν να είμαι μέσα σε τρισδιάστατη φωτογραφία» απάντησε το σώμα με το Εγώ μου.
«Τώρα θα αφήσω ελεύθερη τη ροή από τις σταγόνες που παρατηρούσες πριν. Είναι οι σταγόνες του ποταμού που σχεδίασες. Θα τις αφήσω να κυλήσουν μονάχες τους. Η κάθε μία θα φτάνει σε σένα, θα σε τυλίγει για να βρεθείς μέσα της χωρίς να σε αγγίζει κι ύστερα θα κυλά πάλι προς τα δεξιά σου αφήνοντας το χώρο ελεύθερο για να φτάσει η επόμενη. Δεν θα χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο. Όλα θα γίνονται μόνα τους χωρίς να παρέμβουμε ξανά. Είσαι έτοιμος;»
Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να μου απαντήσει. Ακούστηκε διστακτικό.
«Μπορείς να το κάνει αργά στην αρχή;» με ρώτησε κι εγώ συμφώνησα. Άφηνα την κάθε σταγόνα ελεύθερη, μα πριν κυλήσει δεξιά για να έρθει η επόμενη, μετρούσα μέχρι το τρία καθυστερώντας την, δίνοντας χρόνο στο Εγώ μου να συνηθίσει την αλλαγή του χώρου του.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ξαναρώτησα.
«Βλέπω το περιβάλλον να αλλάζει ρυθμικά. Είναι ακίνητα για λίγο και ύστερα εμφανίζονται σε διαφορετική θέση σαν να έχουν κινηθεί από μόνα τους. Δεν μπορώ να καταλάβω τις σταγόνες πως αλλάζουν, απλά αισθάνομαι το περιβάλλον μου να αλλάζει, βλέποντάς τα σε άλλη στάση. Όχι όλα όμως. Μόνο εκείνα που κινούνται, όπως το νερό του ποταμού. Οι όχθες του, εξακολουθούν να είναι σταθερές»
«Θα αφήσω το ροή ελεύθερη τώρα» είπα κι εκείνο δεν απάντησε, συμφωνώντας μαζί μου να ελευθερώσω τη ροή από το ποτάμι του κόσμου που σχεδίασε ο ίδιος.
«Τι βλέπεις τώρα;» το ξαναρώτησα σχεδόν με αγωνία. Περίμενα μερικά λεπτά πριν ακούσω κάποια απάντηση.
«Ένα υπέροχο κόσμο» ακούστηκε μια φωνή γεμάτη θαυμασμό. «Ένα κόσμο να κινείται και να αλλάζει ασταμάτητα. Η μέρα με το βράδυ, ο ήλιος με το φεγγάρι, ο χειμώνας με το καλοκαίρι, ο άνεμος με το χιόνι, ο ουρανός με τα σύννεφα και τα κύματα με τα πλοία, αγκαλιάζουν ζώα, πουλιά, ανθρώπους και φυτά σε ένα ατέρμονα κύκλο συνεχούς γέννησης». Το εγώ μου ακουγόταν ενθουσιασμένο.
«Κι εσύ, πού βρίσκεσαι;» το ρώτησα
«Στο κέντρο αυτού του υπέροχου κόσμου» απάντησε πάλι το ίδιο χαρούμενα με πριν.
«Τώρα θέλω να έρθεις πάλι έξω, εδώ που βρίσκομαι εγώ» το παρότρυνα…
«Δεν… δεν θέλω να φύγω από εδώ» απάντησε το Εγώ με το σώμα μου διστακτικά… «Μου αρέσει τόσο πολύ ο κόσμος μου…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αποφάσισα να μιλήσω μονάχα στο Εγώ μου.
«Άφησε το σώμα σου μέσα στον κόσμο σου, κι έλα μόνος σου για λίγο έξω» είπα σχεδόν προστακτικά. «Για να δεις αυτό που δημιούργησες από το σημείο που το βλέπω κι εγώ». Το εγώ μου υπάκουσε απρόθυμα, βγήκε έξω, με πλησίασε, στάθηκε δίπλα μου κοιτάζοντας προς το ποτάμι, μα βλέποντάς το τώρα από το σημείο που βρισκόμουν σάστισε εντελώς…
«Τι… Τι είναι όλο αυτό;» κατάφερε να ψελλίσει…
Εκατομμύρια γιγαντιαίες σταγόνες του ποταμού του κόσμου του, περνούσαν με απίστευτη ταχύτητα από εμπρός μας, η μία μετά την άλλη σαν βαγόνια τρένου, κάνοντάς το σχεδόν αδύνατον να διακρίνουμε κάθε μία ξεχωριστά, παρά μονάχα να τις βλέπουμε σαν ένα γιγαντιαίο ποταμό, ο οποίος κυλούσε με ασύλληπτη ορμή από εμπρός μας. Πρότεινα το χέρι μου, δείχνοντας προς τον ποταμό.
«Ο κόσμος σου» είπα εξακολουθώντας να δείχνω προς το ποτάμι του κόσμου του Εγώ μου. «Εκεί ήσουν πριν από λίγο. Το σώμα μας είναι ακόμη εκεί. Θέλεις να το δεις;»
«Πού είναι το σώμα μου;» ψέλλισε πάλι το Εγώ μου. «Δεν καταφέρνω να δω κάτι. Κινούνται όλα τόσο γρήγορα, που το μόνο που βλέπω είναι μια γιγαντιαία μάζα νερού να κινείται από αριστερά προς δεξιά»
«Τότε, σταμάτησέ την» του πρότεινα.
«Μπορώ;» γύρισε και με κοίταξε διστακτικά «Πώς;…»
«Δοκίμασε…» επέμενα. «Εδώ ο χώρος είναι νοητικός, θυμάσαι; Όπως σχεδίασες το βουνό για να έρθεις να με βρεις κι όπως δημιούργησες τη θάλασσα πριν από λίγο, με τον ίδιο τρόπο δοκίμασε να σταματήσεις τη ροή αυτή εμπρός σου, για να δεις που βρίσκεται το σώμα σου. Η πληροφορία που ζητάς, βρίσκεται μέσα στη συνείδησή μου. Μέσα σε μένα, τον Εαυτό σου. Σου την παρέχω, αρκεί να βρεις τον τρόπο να την διαβάσεις» είπα και περίμενα να δω τι θα συμβεί.
Παρατηρούσα το Εγώ μου να στέκεται σκεφτικό εμπρός μου ακίνητο κι αμίλητο. Το ένοιωθα να προσπαθεί να βρει μέσα στη γνώση που διέθετε για τον κόσμο, ένα τρόπο να σταματήσει εμπρός του τη ροή της Συνειδητότητας, όμως δεν τα κατάφερνε.
«Σταμάτα να σκέφτεσαι…» το βοήθησα… κι εκείνο, άρχισε να ηρεμεί, να καταλαγιάζει, να αποδέχεται την παρουσία μου δίπλα του και σιγά-σιγά να με πλησιάζει. Μέχρι που μπήκε ολόκληρο μέσα μου και στάθηκε αιωρούμενο στο κέντρο μου, αδύναμο και παραδομένο.
Έμεινε να στροβιλίζεται αργά για λίγο κι ύστερα άρχισε να αδειάζει από τη γνώση που κατείχε. Άδειαζε, άδειαζε κι όσο γινόταν αυτό, τόσο η συνείδησή μου περνούσε με ταχύτητα μέσα του και το γέμιζε. Κι όσο γέμιζε, αυτό χανόταν, γινόταν αχνό, σχεδόν άϋλο. Κι όσο περισσότερο άυλο γινόταν, τόσο περισσότερο γρήγορα στροβιλιζόταν μέσα μου. Μέχρι που ξαφνικά, ακινητοποιήθηκε τελείως, αιωρούμενο στο κέντρο μου και κοιτάζοντας το ορμητικό ποτάμι εμπρός μας.
Αργά αλλά σταθερά, τέντωσε με δύναμη το δεξί του χέρι ευθεία εμπρός μας, προτείνοντας την παλάμη του με τα δάκτυλα ενωμένα.
«Με τη συνείδησή σου» είπε απευθυνόμενο σε μένα, «σταματώ τη ροή του κόσμου μου». Και η ροή του κόσμου του σταμάτησε. Εντελώς. Οι γιγαντιαίες σφαιρικές σταγόνες του ποταμού του κόσμου που μέχρι εκείνη τη στιγμή περνούσαν από εμπρός μας με ασύλληπτη ταχύτητα, ακινητοποιήθηκαν, η μία πίσω από την άλλη, όπως τα βαγόνια ενός πελώριου τρένου που βρίσκεται σταθμευμένο κι ακίνητο.
«Να το σώμα μου» συνέχισε γαλήνια τώρα. «Μέσα σε κάθε σφαιρική σταγόνα κι από ένα».
Και με μια κίνηση της παλάμης του, σαν να τα καλούσε να βγουν έξω από τις σφαιρικές εκείνες σταγόνες, αυτά αναδύθηκαν. Βγήκαν έξω από την κάθε σφαίρα που στεκόταν ακίνητη και έμειναν στην κορυφή της αιωρούμενα. Τα γειτονικά, αυτά που βρίσκονταν μαζί το ένα δίπλα στο άλλο, έμοιαζαν πανομοιότυπα, σαν κλώνοι. Δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις καθόλου. Αν απομακρυνόσουν όμως από το καθένα και το συνέκρινες με κάποιο άλλο που βρισκόταν αρκετά μακριά του, τότε έβλεπες διαφορές. Άλλα ρούχα, άλλη κίνηση, άλλη θέση μέσα στη σφαίρα, άλλοι άνθρωποι και άλλο περιβάλλον γύρω του. Έτσι στο δεξί άκρο της πελώριας αυτής σειράς από σώματα, υπήρχε το μέγεθος και το σχήμα ενός μωρού, το οποίο μόλις είχε γεννηθεί στον κόσμο και στην άλλη άκρη -τέρμα αριστερά της ουράς αυτής από τις γιγαντιαίες σφαίρες-, υπήρχε το σώμα ενός γέροντα, μόλις τη στιγμή που είχε αποβιώσει. Το ίδιο σώμα, ο ίδιος άνθρωπος, σε όλες τις στιγμές της ζωής του. Κάθε σώμα και μια απειροελάχιστη στιγμή, στέκονταν όλα στη σειρά, ακίνητα εμπρός μας.
Αρχίσαμε να τα περιεργαζόμαστε. Κάθε ένα από εκείνα που βρίσκονταν εμπρός μας, έμοιαζε στο μέγεθος και το σχήμα του σώματός μου, όμως ήταν αδύνατον να κινηθεί και να μιλήσει ή να αισθανθεί κάτι, μοιάζοντας -όπως και ολόκληρη η σφαίρα μέσα στην οποία βρισκόταν-, με τρισδιάστατη κατασκευή. Το Εγώ μου, είχε βγει τώρα από μέσα μου και πλησίασε ένα από αυτά. Άπλωσε το χέρι του και το κτύπησε με το δάκτυλό του στο κεφάλι, όπως κτυπάει κάποιος μια πόρτα για να τον ακούσουν και να ανοίξουν. Τίποτε. Ούτε ακούστηκε κάποιος ήχος, ούτε υπήρξε αντίδραση από το σώμα που εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητο και ξερό. Γύρισε και με κοίταξε.
«Τι μπορώ να κάνω;» με ρώτησε, εξακολουθώντας να υπάρχει η γαλήνη στη φωνή του.
«Να γίνεις αυτό που είσαι» απάντησα αργά. «Ο συνδετικός τους κρίκος. Η ενέργεια που τα ενώνει και τα προστατεύει».
Και τότε, το Εγώ μου απλώθηκε, όπως η λάμψη του κεραυνού, από άκρου εις άκρον της πελώριας αυτής σειράς από σώματα διαπερνώντας τα με μιας και ενσταλάζοντας μέσα τους αστραπιαία τη συνείδηση που κουβαλούσε πλέον από μένα μέσα του. Κι αφού η λάμψη αυτή του κεραυνού, έφτασε και στα δύο άκρα της ζωής του, υψώθηκε πάνω τους αγκαλιάζοντάς τα όλα σαν κοσμικό φως και τους φώναξε δυνατά.
«Είμαι κομμάτι του Εαυτού μου. Από αυτόν ζω κι από αυτόν υπάρχω. Στη συνείδησή του μέσα σας βαπτίζω και μαζί σας τον κόσμο μου κινώ».
Και στη στιγμή, τα σώματα μπήκαν πάλι καθένα στη δική του γιγαντιαία σφαιρική σταγόνα και το ποτάμι του κόσμου του σώματος και του Εγώ μου, ξεκίνησε να ρέει ξανά, με την ίδια εκείνη ασύλληπτη ταχύτητα εμπρός μου.
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/9.html

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ξεναγώντας το Εγώ μου

Κεφάλαιο Ι
8. Ξεναγώντας το Εγώ μου
Κι όμως, ήταν σαν ξαφνικά να άνοιξα τα μάτια μου και να έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Άκουγα και έβλεπα χωρίς να αισθάνομαι σώμα. Δεν ένοιωθα κάτι από αυτό. Μέσα σε μια θάλασσα απέραντης γαλήνης, με κοιτούσα καθισμένο σε εκείνη την περίεργη πολυθρόνα που βρισκόμουν μερικά δευτερόλεπτα πριν, δίπλα σε όλους τους υπόλοιπους στον κύκλο κι όμως εγώ βρισκόμουν πάρα πέρα, λίγο πιο μακριά από όλους.
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και φάνηκε ένας υπάλληλος από εκείνους που πριν από λίγο έκαναν τις μεταφορές των επίπλων και των ηλεκτρονικών συσκευών. Όμως, όπως φάνηκε στην είσοδο, στο άνοιγμα της πόρτας, συγχρόνως εμφανίστηκε και στο κέντρο περίπου της αίθουσας δίπλα στον Proteus που στεκόταν εκεί και με παρατηρούσε. Ο ίδιος υπάλληλος ταυτόχρονα σε δύο σημεία. Τα δύο του σώματά ξεκίνησαν να κινούνται το ένα προς το άλλο, συναντήθηκαν στη μέση της διαδρομής, αναμίχθηκαν μεταξύ τους, πέρασαν από μέσα τους και αφού το καθένα έφτασε στην αρχική θέση του άλλου, εξαφανίσθηκαν από την αίθουσα το ίδιο όπως εμφανίστηκαν κι η πόρτα έκλεισε. Κι όμως δεν μου έκανε εντύπωση. Δεν διερωτήθηκα πώς συνέβη. Καταλάβαινα ότι δεν γνώριζα το λόγο, την αιτία που μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο και συγχρόνως βαθιά μέσα μου συνειδητοποιούσα ότι αυτό που μόλις είδα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
«Τι είναι εδώ;» με άκουσα από την πολυθρόνα που βρισκόμουν ξαπλωμένος να ρωτώ.
«Τι βλέπεις;» μου απάντησα
«Τίποτα. Ούτε βλέπω ούτε ακούω κάτι».
«Τι είναι, πού;» ρώτησα το ξαπλωμένο σώμα μου. «Εδώ που είμαι εγώ ή εκεί που είσαι εσύ;».
«Γιατί; Εσύ δεν είσαι εδώ που είμαι εγώ;» με ξαναρώτησε εκείνο.
 
«Εγώ βρίσκομαι στον ενδιάμεσο χώρο κι εσύ διέρχεσαι μέσα από το ‘τώρα’», του απάντησα με μια βεβαιότητα που με ανάγκασε να την παρατηρήσω.
«Θα ήθελα να το δω κι εγώ αυτό που βλέπεις εσύ» ξαναείπε το σώμα μου από τη θέση που ήταν ξαπλωμένο παραδίπλα…
 
«Αυτό που βλέπω εγώ, είναι αδύνατον να το δεις εσύ από εκεί που βρίσκεσαι. Στον κόσμο που ζεις δεν είσαι ένας, αλλά μυριάδες. Κι όλοι αυτοί, είσαι Εσύ. Εμφανίζεσαι ως σώμα και εξαφανίζεσαι πάλι για να πάρει τη θέση σου το επόμενο σώμα σου που ακολουθεί. Έτσι, για να το δεις αυτό που βλέπω εγώ, θα πρέπει να σταματήσεις να ρωτάς, μιας και αυτός που ρωτάει, δε είναι ποτέ ο ίδιος με εκείνον που λαμβάνει την απάντηση. Αυτό όμως, είναι αδύνατον να το κατανοήσεις. Ο μόνος που μπορεί να το δει, είναι το σώμα σου εκείνο που μου έκανε την ερώτηση και που αυτή τη στιγμή έχει εξέλθει από τον κόσμο σου και έχει εισέλθει πάλι εδώ που είμαι εγώ. Και λέω πάλι, διότι εκείνο το σώμα που μου έκανε την ερώτηση, πριν την ξεστομίσει ήταν επίσης εδώ μαζί μου. Ήταν εδώ, μπήκε στον κόσμο σου, εμφανίστηκε ως σώμα δικό σου μέσα σε αυτόν και ξαναβγήκε πάλι εδώ, για να απομακρυνθεί στη συνέχεια αντίθετα από εκεί που ήλθε. Μπήκε στον κόσμο σου από εδώ, κι όμως δεν θυμόταν τίποτε από τούτο το χώρο, διότι εσύ που ήσουν πριν εδώ, εσύ που με ρώτησες πριν από λίγο κι εσύ που με ακούς τώρα, είσαι Εσύ, αλλά δεν είσαι το ίδιο σώμα, δεν είσαι ο ίδιος νους.».
«Δεν μπορώ να τα καταλάβω αυτά» με διέκοψε το σώμα μου με αρκετή τώρα δυσπιστία. «Αμφιβάλω ότι είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μου αρκεί αυτό που μου περιγράφεις σαν απάντηση. Πως είναι δυνατόν να είμαστε διαφορετικά σώματα, αλλά να θυμάμαι εγώ αυτά που μου λες τόση ώρα. Αν είμαστε διαφορετικά σώματα, τότε δεν τα ακούω όλα αυτά μόνον εγώ, αλλά όλοι εμείς που αποτελούμε το σώμα μου. Κι αν όλοι εμείς, όπως λες, μπορούμε και σε ακούμε σαν ένας, σαν εγώ, γιατί τότε ξεχνάω αυτό που συμβαίνει στο χώρο που βρίσκεσαι εσύ, αλλά θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια αυτά που μου περιγράφεις εδώ; Κι αν εσύ είσαι σε διαφορετικό μέρος από μένα, πως μπορώ και σε ακούω αλλά δεν μπορώ να σε δω».
«Η γνώση την οποία έχεις, ξεκινάει από σένα, από το ‘τώρα’ σου και μετά. Οτιδήποτε υπάρχει ‘πριν’ από σένα, έχει σβηστεί, έχει μείνει έξω, εδώ που βρίσκομαι εγώ. Αυτή η λέξη ‘πριν’ όμως που σου λέω, για σένα αποτελεί και είναι το μέλλον σου. Διότι στη θέση που βρίσκεσαι, φτάνεις από το μέλλον. Αυτά που σου περιγράφω, τα θυμάσαι διότι αποτελούν τμήματα της γνώσης που σου δίνω τώρα. Με το ρυθμό όμως που την εισπράττεις εσύ, λέξη-λέξη, η γνώση κόβεται σε κομμάτια. Κατακερματίζεται σε κάθε σώμα που φτάνει στη θέση στην οποία βρίσκεσαι. Κι εσύ δεν κάνεις τίποτε άλλο, παρά να δημιουργείς συνάψεις με όλα τα σώματα αυτά που περνούν αστραπιαία από το ‘τώρα’ σου και να συνδέεις τις πληροφορίες που έχει απορροφήσει το κάθε ένα, προσπαθώντας να βγάλεις νόημα. Κι όλο αυτό το λες μνήμη.
»Το γνωρίζω ότι νοιώθεις αμφιβολία. Διότι πάντα θα σου λείπει ένα κομμάτι γνώσης. Η ενέργεια που χρειάζεσαι για να συντηρήσεις όλες αυτές τις συνάψεις με τα σώματά σου είναι υπερβολική για τα μέτρα σου, κάτι που αδυνατείς να κατανοήσεις ως σώμα. Τόσο η αμφιβολία όσο και η εμπιστοσύνη, βασίζονται στη γνώση που έχεις. Σε αυτή την ελλιπή πληροφορία που ζητάς συνέχεια. Όσο πιο πολλά γνωρίζεις, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη νοιώθεις και το αντίθετο. Όμως καθώς αυξάνεις τη γνώση σου, διευρύνεις και τον κόσμο γύρω σου, ο οποίος σου ζητά ακόμη περισσότερη γνώση. Έτσι η γνώση ποτέ δεν σου αρκεί, διότι ποτέ δεν μπορεί να τα γνωρίζεις όλα, ούτε καν πολλά. Στην ουσία αυτό που θα γνωρίσεις σε όλη τη ζωή σου, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό της συνολικής πληροφορίας που υπάρχει πέρα από σένα.»
 
«Μα ζω πολλές ζωές. Δεν αθροίζεται αυτή η γνώση;» άκουσα το σώμα μου να με διακόπτει σχεδόν αγχωμένο
«Λάθος κάνεις. Δεν ζεις πολλές ζωές. Εσύ ζεις μονάχα μία. Τις ζωές τις ζω εγώ, σε διαφορετικά σώματα την κάθε φορά. Ζω μέσα από σένα, ναι, αλλά εγώ είμαι αυτός που ζω τις ζωές μέσα στον κόσμο σου.»
 
«Και ποιος είσαι εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά κι εγώ αδυνατώ να τα αντιληφθώ;» με διέκοψε πάλι το σώμα με το Εγώ μου ειρωνικά και σχεδόν αλαζονικά.
«Είμαι ο Εαυτός σου. Είμαι ο φορέας της συνείδησής σου. Είμαι η ψυχή σου. Ο αθάνατος ταξιδευτής του σύμπαντος. Ο πυρήνας ο οποίος βαπτίζομαι μέσα σου, μεταφέροντας αυτό που αληθινά υπάρχει πέρα από τον κόσμο τον οποίο αισθάνεσαι. Αυτός που συντηρώ τη ζωή σου. Μια ζωή, η οποία βασίζεται στη γνώση που θα λάβεις όσο αυτή διαρκεί. Όμως η γνώση είναι τόσο ελάχιστη μέσα στο σύμπαν της δημιουργίας, που είναι αδύνατον να χωρέσει μέσα της αυτό που αληθινά υπάρχει γύρω σου ως πληροφορία. Διότι η γνώση, είναι ο ίδιος ο κόσμος μέσα στον οποίο ζεις. Εσύ τον δημιουργείς μέσα από αυτή. Κάθε φορά που ρωτάς κάτι, κάθε φορά που προσθέτεις κάτι παραπάνω σε όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωρίζεις, μεγαλώνεις τον κόσμο σου. Όμως αδυνατείς να κατανοήσεις ότι όσο πιο πολύ τον μεγαλώνεις, τόσο περισσότερες ερωτήσεις και απορίες έχεις για αυτόν. Κι όσο αυξάνονται οι ερωτήσεις σου, τόσο περισσότερη γνώση ζητάς, σε έναν ατέρμονα αγώνα από την αρχή ως το τέλος της ζωής σου».
«Και τι θα πρέπει να κάνω δηλαδή;» ακούστηκε το σώμα μου τώρα σχεδόν αδύναμο…
«Να σωπάσεις και να με αφήσεις να συνδέσω το κομμάτια σου σε ένα».
 
«Δεν σου έχω εμπιστοσύνη. Γιατί να τα συνδέσεις, τι σημαίνει να συνδέσεις τα κομμάτια μου» συνέχισε…
«Μέτρα τις αναπνοές σου» απάντησα σχεδόν κουρασμένος στο σώμα μου. «Σταμάτα να ρωτάς και εστιάσου σε αυτές. Παρατήρησε κάθε μία από τις εισπνοές και εκπνοές σου», και σταμάτησα πια να του απαντώ στις χωρίς όριο ερωτήσεις του…
Πως όμως μπορούσα να απαντώ σε μένα τον ίδιο, ο οποίος συνέχιζε να ρωτάει ακατάπαυστα, οτιδήποτε του περάσει από τη σκέψη. Πως συνέβαινε, ώστε εγώ απλά γνώριζα. Ούτε ‘γνώριζα’. Η λέξη ‘γνώριζα’ δεν είναι ακριβής σε εκείνη την κατάσταση που βρισκόμουν. Η γνώση εδώ μου ήταν παντελώς άχρηστη, ασήμαντη, χωρίς σημασία. Το να γνωρίζεις, σημαίνει ότι έχεις μια αλληλουχία πληροφοριών τις οποίες μπορείς να βάλεις σε σειρά και να βγάλεις συμπεράσματα. Εδώ που βρισκόμουν δεν διερωτόμουν για κάτι, δεν χρειαζόταν να βγάλω συμπέρασμα και να πάρω κάποια απόφαση. Είναι σαν να ρωτάς πώς στέκεσαι όταν είσαι ήδη όρθιος. Σαν να απορείς πώς περπατάς όταν ήδη βαδίζεις. Δεν υπάρχει πώς, γιατί, ή τι είναι. Διότι το οτιδήποτε Είναι εκεί. Άρχισα να παρατηρώ όλο αυτό που αντιλαμβανόμουν. Στο απειροελάχιστο τμήμα του οποιουδήποτε χρόνου που ξεκινούσα να αναρωτηθώ για κάτι, η πληροφορία για το σύνολο εκείνου του ‘κάτι’ βρισκόταν ήδη μέσα μου.
Ώστε αυτό σημαίνει ‘πίστη’; Η απουσία της ανάγκης της γνώσης. Αυτό είναι συνείδηση; Η ύπαρξη ολόκληρου του εύρους της πληροφορίας χωρίς την ανάγκη της ύπαρξής της. Η πίστη όπως και οποιαδήποτε πληροφορία που έχω μέσα μου χάνεται από τη στιγμή που το σώμα μου ζητήσει γνώση; Αλλάζει, αλλοιώνεται και γίνεται εμπιστοσύνη ή αμφιβολία, κάτι εντελώς διαφορετικό από την ουσία της ως πίστη. Η γνώση, ως έννοια και ως ουσία είναι το συστατικό της καταστροφής της; Όμως αυτό σημαίνει ότι εγώ, ο Εαυτός αυτού του σώματος το οποίο βρίσκεται εδώ παραδίπλα μου, ξαπλωμένο σε αυτό το αντικείμενο που θεωρεί πολυθρόνα, είμαι σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνο. Η συνείδησή μου περιέχει το σύνολο της δημιουργίας, ενώ αυτό περιμένει μέσω της γνώσης να δημιουργήσει την πραγματικότητά του. Τον κόσμο του. Όλο αυτό το οποίο θεωρεί πολύ σπουδαίο. Σημαντικό. Ενώ είναι ένα τίποτε.
Ατένισα το χώρο γύρω μου. Είχα απαντήσει στο σώμα μου, ότι ο χώρος αυτός είναι ενδιάμεσος. Ενδιάμεσος ανάμεσα σε τι. Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσω την ερώτηση. Ο χώρος γύρω μου άλλαζε και διαμορφωνόταν ανάλογα με τη θέλησή μου, έτσι έκανα μια νοητή κίνηση για να δω καθαρότερα μέσα του. Εκατομμύρια άτομα γύρω μου, χωρίς την ανάγκη να τους ρωτήσω ή να τους μιλήσω για το οτιδήποτε. Ακριβώς στο όριο των κόσμων του αοράτου και του ορατού, η ίδια σου η βούληση άλλαζε και σου εμφάνιζε τα επίπεδα υλοποίησης, όπως αλλάζεις κανάλι στην τηλεόραση. Υπήρχαν τα πάντα. Και τα πάντα έμοιαζαν πραγματικά και ζωντανά. Όμως όλα αυτά, ήταν ακόμη αόρατα από το σώμα μου. Αυτά που επρόκειτο να πάρουν μορφή και εκείνα που ήδη είχαν πάρει μορφή και έβγαιναν από το σκηνικό του αισθητού κόσμου, υπήρχαν αναμεμειγμένα μεταξύ τους, σε ένα σύνολο χαοτικό αλλά γαλήνιο.
 
Ψυχές, οι οποίες είχαν χάσει τα σώματά τους από τη ζωή λόγω κάποιας ξαφνικής διακοπής της ζωτικότητας τους και παρόλα αυτά διατηρούσαν ένα μικρό τμήμα τους σε μια ροή η οποία δεν μπορούσε να δώσει στο σώμα τη δύναμη να εμφανιστεί και πάλι, ζούσαν παράλληλα στον αισθητό κόσμο, μέσα σε σώματα όπου τα ίδια το αγνοούσαν όλο αυτό. Ακολουθώντας τη ροή της Συνειδητότητας, έφταναν στο όριο της εμφάνισης -μαζί με τους υπόλοιπους που ζούσαν- και γύριζαν πίσω χωρίς να πάρουν υλική μορφή. Άλλες πάλι ψυχές που αποχωρίζονταν τα αποβιώσαντα σώματά τους, έφευγαν προς το μέλλον, αφήνοντάς τα να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία προς το παρελθόν τους. Σαν χώρος, δίπλα ακριβώς στο όριο του ορατού και αοράτου, ήταν ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν. Ένα σταυροδρόμι από δύο αντίθετες κατευθύνσεις οι οποίες ξεκινούσαν ακριβώς στο όριο του αισθητού κόσμου και που στα πέρατα του σύμπαντος, αν και αντίθετες, συναντιούνται πάλι και ενώνονται ως μία ευθεία, σε μια πορεία απείρου.
«Ασχολήσου με το σώμα σου κι το Εγώ του» αισθάνθηκα μια φωνή μέσα μου. Δεν μίλησε κάποιος, ούτε ακούστηκε ήχος, ούτε είχε διάρκεια ως συνομιλία. Ότι ήθελε να πει εκείνη η φωνή της συνείδησής μου, το είπε νοητικά και συνολικά, ακαριαία, όπως ακαριαία και συνολικά το εισέπραξα κι εγώ. Αποφάσισα να ξεκινήσω να ασχολούμαι με το σώμα μου. Όλα ήταν εδώ. Τι να του πρωτοπώ όμως, τι να του δείξω που να μπορεί να το κατανοήσει. Ο κόσμος του αόρατου είναι άπειρος και θα βρίσκονταν συνεχώς εμπρός μου μιας που θα προσπαθούσα να τα μεταφέρω ως πληροφορία και στο ίδιο. Έτσι υψώθηκα βαθιά μέσα στο χρόνο, σε όλη τη διάρκεια που κρατούσε η ζωή του, για να ενώσω τα κομμάτια του. Κι εκείνα που έφευγαν στο μεγάλο ταξίδι προς το παρελθόν, αλλά κι εκείνα που πλησίαζαν στο τώρα του απ το μέλλον του.
Το σώμα μου, είχε ηρεμήσει τώρα και ανέπνεε ρυθμικά, αργά και γαλήνια. Είχε καταλαγιάσει τις σκέψεις του και μπορούσε να με αντιλαμβάνεται καλύτερα. Τον κάλεσα λοιπόν να με πλησιάσει. Αυτόν τον βιολογικό άνθρωπο από σώμα και Εγώ, που μέσα του ζούσα και παλλόμουν μαζί του, του ζήτησα να έρθει να με βρει. Υπάκουσε, κι εγώ έμεινα να παρατηρώ τα σχήματα που έπαιρνε ο νους του σαν με πλησίαζε. Τα σχήματα που δημιουργούσε ως χώρο, ως μονοπάτι, τον τρόπο που σχεδίαζε τη θάλασσα κάτω από τα βράχια, το δάσος γύρω, τα ζώα, τον ουρανό, τα πάντα. Του άνοιγα τη συνείδησή μου και τον άφηνα ελεύθερα να δανείζεται όλες εκείνες τις πληροφορίες οι οποίες του ήταν απαραίτητες να σχηματίσει νοητά τη διαδρομή του ώστε να με φτάσει.
 
Είναι απίστευτο πως ο ανθρώπινος νους χρειάζεται πάντοτε σχήματα, σύμβολα. Του είναι αδύνατον να κατανοήσει κάτι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται σε δύο ή τρεις διαστάσεις, σε κάτι που ήδη γνωρίζει. Αιώνες τώρα αυτό κάνει. Τα πιο απλά από αυτά, τα περισσότερο αφομοιώσιμα από το νου του, ψάχνει και τα βρίσκει μέσα στη συνείδηση που του παρέχει η ψυχή. Εγώ, ο Εαυτός του. Δεν αποτελεί γνώση για αυτόν, έτσι τα χρησιμοποιεί χωρίς σκέψη. Είναι ο τρόπος που αρχίζει να μιλά μαζί μου. Ο τρόπος να του θυμίσει, να τον προκαλέσει να παραμερίσει για λίγο τη γνώση για το ‘πώς’ και το ‘γιατί’ και μονάχο να τον σπρώξει να μιλήσει με το αόρατο.
Τον παρατηρούσα να με πλησιάζει αγκομαχώντας στην κορυφή του βουνού που σχεδίαζε στα βάθη της σκέψης του. Κι όση ώρα έκανε να ανέβει, εγώ άκουγα μέσα από τα σχήματα που χρησιμοποιούσε στη νοητή ζωγραφιά του, όλα αυτά που είχε κρατήσει σαν βάρος και σαν χάρισμα. Τον άφησα να ανέβει πρώτα επάνω κι ύστερα του μίλησα.
«Αν σβήσω, το βουνό αυτό που ζωγράφισες μέσα στη μνήμη σου για να ανέβεις μέχρις εδώ, θα μπορέσεις να κρατηθείς όρθιος μέσα στον άδειο χώρο που θα μείνει;» Με κοίταξε χωρίς να απαντήσει κι εγώ συνέχισα…
«Αντί για γνώση σήμερα, θα ανοίξω εδώ δίπλα σου αυτή την πόρτα. Αποτελεί τη συνείδησή μου. Είναι δική μου αλλά για όσο είμαι μαζί σου, σου την παρέχω. Στη δωρίζω, μπορείς να πάρει όσο θέλεις από αυτή. Κι όλη αν την πάρεις, πάλι εγώ θα την έχω, μιας και είναι αδύνατον να τη χάσω με αυτό τον τρόπο.»
 
Με κοίταξε για λίγο, πλησίασε την πόρτα που του είχα ανοίξει δίπλα του και κοίταξε μέσα.
«Δεν βλέπω κάτι» είπε. «Τι είναι αυτό που μου δείχνεις;»
«Ο κόσμος που ζεις του απάντησα. Είναι η συνεχής ροή της Συνειδητότητας. Δεν βλέπεις κάτι γιατί δεν έχει σχήμα, μορφή. Παίρνει όμως ότι μορφή της ζητήσεις. Χωρίς να αλλάξει αυτό που αληθινά είναι. Όσο εκείνη θα ρέει προς τον κόσμο σου, θα παρουσιαστεί σε σένα όπως της ζητήσεις. Με ένα σχήμα που θα λέει κάτι μονάχα σε σένα. Διάλεξε λοιπόν, πως τη φαντάζεσαι;»
 
Το Εγώ μου τώρα σκέφτηκε λίγο και ύστερα αποφάσισε.
«Τη φαντάζομαι σαν ποτάμι.» είπε τελικά. «Ένα πελώριο ποτάμι που ρέει ορμητικά»
Και η συνείδησή μου χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, μετέτρεψε τον άυλο ενεργειακό χώρο της ροής της Συνειδητότητας σε ένα πλατύ, βαθύ και ορμητικό ποτάμι, που περνούσε με βουή εμπρός στα μάτια μας. Το Εγώ, θαύμασε τη μαγεία της συνείδησής μου και κοίταξε γύρω του.
 
«Δηλαδή, ούτε το βουνό πάνω στο οποίο στεκόμαστε υπάρχει; Ποιος το δημιούργησε; Γιατί;» άρχισε να ρωτάει πάλι ασταμάτητα… πριν το διακόψω…
 
«Εσύ. Σου ζήτησα να έρθεις και θεώρησες ότι βρίσκομαι εδώ. Στη σκέψη σου, ο χώρος στον οποίο κατοικώ συμβολίζεται με ένα ψηλό βουνό. Έτσι δεν σε άφησε να κάνεις κάτι άλλο. Το βουνό, σε κάνει να νοιώθεις εμπιστοσύνη. Και το μονοπάτι το οποίο σχημάτισες, το δημιούργησες έτσι ώστε να έχει τις απαραίτητες δυσκολίες. Αν το έκανες διαφορετικά θα αμφέβαλες ότι έχεις πάρει λάθος δρόμο. Ενώ στην ουσία και οι δύο μας τόση ώρα βρισκόμαστε, Εδώ…»
Είπα και στη στιγμή εξαφανίστηκαν όλα. Δεν υπήρχε τίποτε γύρω. Ούτε κι εγώ. Ούτε έδαφος, ούτε ουρανός, ούτε σύννεφα και δέντρα, ούτε ποτάμι, ούτε γκρεμός, ούτε ήχος από τη βουή του ορμητικού νερού… Τίποτε. Μονάχα το σώμα μου με το Εγώ μου, να κοιτάζει απορριμμένο μια κατάλευκη ολότητα να απλώνεται γύρω του, παντού, έως εκεί που έφτανε η ματιά του.
Μίλησα, αλλά ο ήχος της φωνής μου δεν έβγαινε από κάποια σχηματισμένη μορφή, μιας και εκεί στεκόταν μόνο το Εγώ μου πλέον, αλλά απλά ακούστηκε αυτό που ήθελα να πω σαν διάχυτος ήχος…
 
«Φοβάσαι;» ρώτησα το Εγώ μου
«Όχι» μου απάντησε εκείνο διστακτικά
«Μπορείς να μου πεις γιατί;» ξαναρώτησα απλά με τον ήχο μου…
«Δεν βλέπω, ούτε αισθάνομαι κάτι για να φοβηθώ» ξαναείπε…
«Τι από τα δύο αισθάνεσαι τώρα» είπε πάλι ο ήχος μου… «εμπιστοσύνη ή αμφιβολία;»
«Τίποτε από τα δύο. Θεωρώ ότι και οι δύο αυτές έννοιες δεν έχουν νόημα εδώ. Είναι κάτι που δεν έχω ξαναζήσει…» απάντησε το σώμα μου…
«Και δεν θέλεις να ελέγξεις γύρω σου να βεβαιωθείς για κάτι;» επέμεινα…
«Τι να ελέγξω; Μόνο Εγώ Είμαι Εδώ…»
 
«Έτσι νομίζεις; Εδώ υπάρχουν τα πάντα, απλά δεν έχουν μορφή. Δεν απαιτείται γνώση από σένα για το καθένα. Είσαι μέσα σε Όλα… Πες μια λέξη, και αφού την πεις κάνε ένα βήμα» είπε πάλι ο ήχος μου
«Θάλασσα» ακούστηκε από το Εγώ μου και πριν προλάβει να σηκώσει το πόδι του, βρέθηκε να περπατά στην επιφάνεια ενός πελώριου ωκεανού, όπου πριν ολοκληρώσει ένα βήμα, είχε βουλιάξει και κολυμπούσε στα πιο βαθιά νερά…
 
«Τι έγινε;» άρχισε να φωνάζει πανικόβλητο. «Που βρέθηκε η θάλασσα; Γιατί μου το κάνεις αυτό;»
«Θέλεις να γυρίσουμε το χρόνο πίσω εκεί που ήμασταν πριν;» το ρώτησα μέσα από τον ήχο.
 
«Ναι, κάνε γρήγορα όμως»
Κι ο χώρος στη στιγμή έγινε όπως πριν. Μια απέραντη λευκότητα από άκρου εις άκρον. Τώρα όμως το Εγώ μου προσπαθούσε επιφυλακτικά και με καχυποψία να ελέγχει γύρω του τα πάντα, μην πάθει πάλι κανένα κακό.
«Τώρα τι νοιώθεις;» ξαναρώτησα μέσα από τον ήχο
 
«Αμφιβολία. Και για σένα αλλά και για το χώρο που με έχεις φέρει. Γιατί το έκανες αυτό;» είπε χωρίς να αφήσει τα μάτια του από το γύρω χώρο…
 
«Για να καταλάβεις την έννοια της πίστης» απάντησα μέσα από τον ήχο μου και αμέσως πήρα μορφή δίπλα του. Αρχίσαμε να περπατάμε και το Εγώ μου μαλάκωσε, ηρέμησε και άρχισε να νοιώθει άνετα όπως πριν.
«Αυτό στο οποίο βρέθηκες πριν» άρχισα να του εξηγώ, «ήταν η κατάσταση της ‘πίστης’. Θυμάσαι τι είπες; ‘Μόνο Εγώ Είμαι Εδώ’. Δεν υπήρχε κάτι γύρω σου το οποίο ήθελες να μάθεις για αυτό. Η γνώση σαν έννοια και σκοπός ήταν χωρίς ουσία. Ήσουν μέσα σε όλα κι όμως η άγνοια αυτή για όλα δεν σου ήταν πρόβλημα. Δεν είχες ανάγκη να εμπιστευτείς ούτε να αμφιβάλεις για οτιδήποτε, διότι δεν ζητούσες γνώση. Τα είχες Όλα. Εδώ, βρίσκεσαι στον πυρήνα της συνείδησής μου. Της δικής σου συνείδησης, που όμως δεν έχεις μάθει να λειτουργείς μαζί της, αφού για σένα το μοναδικό που έχει σημασία και αξία είναι η γνώση.

»Από όλο το σύμπαν, ο κόσμος ο δικός σου είναι μονάχα αυτά που γνωρίζεις. Οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα σου αντιπροσωπεύουν μια κατάσταση ή μια μορφή γύρω από την οποία έχεις ήδη κάποια εμπειρία και ήδη γνωρίζεις κάτι για αυτό. Κοίτα γύρω σου και ονόμασέ το κι αμέσως εκείνο θα πάρει μορφή. Αν μιλήσω όμως εγώ, δεν θα δεις τίποτε ή αυτό που θα πέσει στην αντίληψή σου δεν θα καταλάβεις τι είναι. Έτσι, ή θα το αφήσεις να προσπεράσει ή θα αρχίσεις να ρωτάς για να το γνωρίσεις και να το εντάξεις στον κόσμο σου. Ξεκίνα λοιπόν» και του έδειξα τον άδειο χώρο γύρω ο οποίος συνέχιζε να αναδύει λευκότητα.
 
«Θα πω, αλλά να πάρει μορφή πιο μακριά από μας, εκεί πέρα» είπε τότε το Εγώ μου, κοντοστέκοντας όμως τώρα γεμάτο αμφιβολία μέχρι να δει τι θα γίνει. Έγνεψα θετικά κι εκείνο θάρρεψε και μίλησε «Ποτάμι…» είπε και στη στιγμή φάνηκε πάλι εκείνος ο πελώριος ποταμός που είχε δημιουργηθεί στην αρχή…
 
«Και πως γίνεται ο κόσμος με σύμβολο ένα ποτάμι;» ρώτησε πάλι παίρνοντας θάρρος από το δημιούργημά του «δείξε μου…»
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/8.html#more

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Στο όριο του αόρατου





Κεφάλαιο Ι
7. Στο όριο του αόρατου
Μας άφησε να τις πλησιάσουμε και να αρχίσουμε να τις περιεργαζόμαστε, αγγίζοντάς τες και ρουφώντας με την αφή και το βλέμμα τα πρώτα ερεθίσματα. Σε κάθε μία από αυτές, υπήρχε ένα όνομα από τον καθένα μας. Εικοσιμία στολές για εικοσιένα άτομα, εμάς, βρίσκονταν εμπρός μας και περίμεναν να τις φορέσουμε, ξεκινώντας αυτό το παράξενο και μαγικό ταξίδι που θα ακολουθούσε τις επόμενες μέρες και μήνες. Ένα ταξίδι που επρόκειτο να αλλάξει εξ ολοκλήρου τις ζωές και των εικοσιένα μας. Μόνο που εκείνη τη στιγμή το αγνοούσαμε παντελώς…
«Όπως βλέπετε» συνέχισε, «κάθε στολή έχει επάνω της ένα όνομα το οποίο αντιστοιχεί σε κάποιον ή κάποια από σας. Ο καθένας λοιπόν και η κάθε μία σας τώρα με τη σειρά, θα πάρει τη στολή που του ή της αναλογεί και θα περάσει στα πλαϊνά δωματιάκια για να αλλάξει και να τη φορέσει. Επειδή ίσως σας δυσκολέψει η πρώτη φορά μαζί της, αλλά και για το λόγο ότι το υψηλό κόστος κάθε μιας από αυτές, μας απαγορεύει να πειραματιστούμε με την πιθανότητα οποιασδήποτε μορφής βλάβης της, έχουμε προβλέψει και σας διαθέτουμε ειδικούς βοηθούς οι οποίοι θα σας δείξουν πώς να τη φορέσετε με σχετική ταχύτητα αλλά κυρίως με ασφάλεια, κυρίως για την ίδια...»
Μια ομάδα από επτά υπαλλήλους της εταιρίας, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες -που είχε εντωμεταξύ φανεί στην αρχή του διαδρόμου-, περίμενε το νεύμα του Proteus για να περάσει μέσα στην αίθουσα, να μας βοηθήσει να ξεκρεμάσουμε τις στολές από τους ορθοστάτες και -κρατώντας τις με ασφάλεια- να τις μεταφέρουμε στα πλαϊνά δωματιάκια και να τις φορέσουμε. Εμείς, βλέποντάς τους να πλησιάζουν μετά την σχετική άηχη χειρονομία του κεντρικού εκπαιδευτή, χωριστήκαμε σε δυο μικρές ομάδες, μία ανδρών και μία γυναικών, πήραμε με προσοχή τη στολή εκείνη η οποία είχε απάνω της το όνομα του καθένα μας και -ακολουθώντας κάποιο βοηθό- αρχίσαμε με τη σειρά να κατευθυνόμαστε στο χώρο αλλαγής της ενδυμασίας μας.
Ήμουν από τους πρώτους που πέρασαν μέσα στα μικρά αλλά πλήρως λειτουργικά αλλακτήρια, για να βγάλω πρώτα τα ρούχα μου και να τα βάλω μέσα στο ειδικό ερμάριο ασφαλείας. Τη στολή, για να τη φορέσουμε έπρεπε να είμαστε εντελώς γυμνοί, χωρίς οποιοδήποτε εσώρουχο ή άλλο ρούχο. Πριν ξεκινήσουμε να τη φοράμε, ο βοηθός μας έδειξε πώς να περάσουμε το σώμα μας με το ειδικό ζελέ, το οποίο θα βοηθούσε εφ’ ενός στο φόρεμα της και αφ’ ετέρου στην καλύτερη και πιο ολοκληρωτική εφαρμογή της πάνω στο δέρμα μας.
Ο τρόπος που τη φόρεσα έμοιαζε με εκείνον της στολής του δύτη ή του βατραχανθρώπου. Έμοιαζε αλλά δεν ήταν η ίδια, μιας και ετούτη εδώ κολλούσε επάνω στο σώμα μου σαν χειρουργικό γάντι, αφήνοντάς μου συγχρόνως μια περίεργη αίσθηση μόνωσης και μείωσης της αίσθησης αγγίγματος και αφής. Ήταν εξαιρετικά λεπτή, αλλά αρκετά ανθεκτική στο τράβηγμα που εφάρμοζα επάνω της. Το χρώμα της ήταν μαύρο ανθρακί, που εμπόδιζε να διακρίνεις λεπτομέρειες επάνω της, αλλά παρόλα αυτά, κατάφερα να παρατηρήσω στο εσωτερικό της σχέδιο, ένα δίκτυο από διακλαδώσεις συνδέσεων όμοιο με την πίσω μεριά μιας ηλεκτρονικής πλακέτας. Έμοιαζε με τυπωμένο σχέδιο, αλλά η διαίσθησή μου με διαβεβαίωνε ότι ολόκληρη αυτή η στολή, ήταν ένα ελαστικός ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του βοηθού, αφού πέρασα πρώτα ολόκληρο το σώμα μου με το ειδικό ζελέ, φόρεσα το κάτω μέρος της σαν παντελόνι, δένοντάς την πλεξούδα με τα καλώδια αμέσως μετά στην ειδική δέστρα που βρισκόταν στη μέση μου, προσέχοντας πάντα μην τα πατήσω που κρέμονταν στο πλάι. Τέλος, τράβηξα με προσοχή το πάνω μέρος της σαν να φοράω πουκάμισο. Εκείνη, γλίστρησε απαλά ακολουθώντας τις κινήσεις μου και αγκαλιάζοντας το σώμα μου, έδεσε εμπρός στο στήθος μου με ένα ειδικό συνδετικό σύστημα, αποκλείοντας την ύπαρξη οποιουδήποτε ανοίγματος ή σχισμής από την επαφή της με το σώμα μου, από τα δάκτυλα των ποδιών μου μέχρι τη μέση του λαιμού. Για κεφάλι μαζί και πρόσωπο, τα οποία έμεναν για το τέλος, υπήρχε ένα είδος κουκούλας, από την οποία αν και απουσίαζαν οτιδήποτε ανοίγματα στα μάτια ή στο στόμα, υπήρχε ένα σύστημα σαν εκείνα που έχουν οι μάσκες αερίων, χωρίς όμως οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό, μεταλλικό ή τέλος πάντων ξεχωριστό εξάρτημα. Ο βοηθός, μου υπέδειξε να την κρατήσω στο χέρι και να βγω έξω χωρίς να τη φορέσω ακόμη στο κεφάλι μου. Υπάκουσα, έκλεισα το ερμάριο με τα ρούχα μου ασφαλίζοντας το με τον κωδικό που χρησιμοποιούσα για τέτοιους σκοπούς, άνοιξα την πόστα και περπάτησα έξω.
Το σώμα μου υπάκουε στις κινήσεις που το κατεύθυνα χωρίς να νιώθω πίεση ή οποιαδήποτε δυσκολία σε αυτό. Η αίσθηση όμως που είχα από το βάδισμά μου τώρα, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που έχω συνήθως, απουσιάζοντας για παράδειγμα, σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της αίσθησης που αφήνει το πάτωμα στην πατούσα καθώς αυτή το αγγίζει όταν περπατάμε. Έτσι, με αργά βήματα και με μια αίσθηση σαν να βρίσκομαι στο αέρα, έφτασα στην αίθουσα σχεδόν από τους πρώτους ένστολους πια εκπαιδευόμενους, έχοντας ένα περίεργο ή απροσδιόριστο χαμόγελο -ίσως αμηχανίας- στο πρόσωπο, όπως και οι περισσότεροι που άρχισαν σταδιακά να συναθροίζονται πάλι δίπλα μου. Οι πιο τολμηροί δοκίμασαν μεταξύ μας κάποια πειράγματα και αστεία του τύπου spider man, αλλά κι αυτό για μερικά δευτερόλεπτα μονάχα, μέχρις να δουν το πάντα αμίλητο και ανέκφραστο πρόσωπο του Proteus στραμμένο επάνω τους.
Γύρω από την κεντρική μονάδα τώρα και βαλμένα σε κύκλο, υπήρχαν εικοσιένα ειδικά καθίσματα, τα οποία είχαν φέρει προφανώς στην αίθουσα και προσθέσει γύρω από τη συσκευή, οι γνωστοί υπάλληλοι της εταιρίας που ασχολούνταν με όλες αυτές τις μεταφορές, τοποθετήσεις και συναρμολογήσεις της μονάδας. Έμοιαζαν με τα γνωστά αεροπορικά καθίσματα πρώτης θέσης, μόνο που αυτά είχαν εμπρός τους, αρκετά περισσότερο διαθέσιμο χώρο να απλώσεις επάνω τους τα πόδια σου σαν να ξαπλώνεις και με πιο πλατιά πλαϊνά στηρίγματα, τα οποία άφηναν να φανούν πάνω τους υποδοχές βυσμάτων όπως και αρκετοί διακόπτες και κουμπάκια. Κάθε κάθισμα είχε επίσης συνδεδεμένα σε ειδικές δέστρες στο επάνω μέρος του, ένα ζευγάρι ακουστικά, ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά που μπορούσαν να εφαρμόζουν γύρω από τα μάτια σαν μικρή μάσκα πισίνας, καθώς και -κολλημένη στην κορυφή του- μια μικρή πινακίδα με το όνομα κάθε ενός από τους εικοσιένα μας. Βρήκα σιωπηλός το δικό μου και στάθηκα εμπρός του περιμένοντας τη σχετική υπόδειξη. Ο Mark, ο οποίος καθόταν τώρα κι αυτός σε ένα παρόμοιο στο κέντρο της όλης παράταξης εμπρός στις οθόνες του υπολογιστή, μας προέτρεψε να καθίσουμε ο καθένας στο δικό του. Βολευτήκαμε χωρίς κουβέντες και αφού επεκράτησε πάλι στην αίθουσα απόλυτη ησυχία, ξεκίνησε να μας δίνει με σειρά τις υπόλοιπες οδηγίες.
Τα καθίσματα ήταν συνδεδεμένα με την κεντρική μονάδα και στο πλάι τους υπήρχε μια υποδοχή όπου συνδέσαμε τη στολή μας μέσω της πλεξούδας. Αμέσως μετά ανοίξαμε τον κεντρικό διακόπτη ο οποίος βρισκόταν στο πλαϊνό στήριγμα καθενός τους, θέτοντας έτσι τη διαδικασία σε φάση αναμονής και περιμένοντας στην ουσία την τελική σύνδεση. Ο Mark συνέχισε να μας εξηγεί ότι στην αρχή και μέχρι να αποκτήσουμε εμπειρία σχετικά με το τι πραγματικά αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε, θα παραμείνουμε με ακάλυπτο το πρόσωπο, χωρίς δηλαδή την κουκούλα του κεφαλιού, κι αυτό για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, για να διατηρήσουμε τη σύνδεσή μας ενεργή, τόσο με το χώρο της συνείδησης μέσω της στολής όσο και με τον αισθητό κόσμο της επίγνωσης μέσω του ακάλυπτου κεφαλιού μας, διατηρώντας έτσι δυναμικό ένα μέρος των αισθήσεων, κυρίως όρασης και ακοής. Και δεύτερον αλλά επίσης σημαντικό, για να εξασφαλίσουμε την ακέραιη διατήρηση της ψυχοσωματικής μας κατάστασης, με αποφυγή οποιουδήποτε είδους πανικού, μιας και η όλη διαδικασία θα μας οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη ίσως σε όλους αίσθηση και αντίληψη.
Αφού τέλος όλες οι στολές βρίσκονταν έτοιμες να ξεκινήσουν τη σύνδεσή τους στη βασική λειτουργία, ο Mark, μας υπέδειξε να φορέσουμε τα ακουστικά και τα πλαστικά γυαλιά, να χαλαρώσουμε πίσω στο κάθισμά μας και να ετοιμαστούμε για την πρώτη εμπειρία με τη στολή της ‘σύζευξης’. Μας τόνισε επίσης για μια ακόμη φορά, ότι αν οποιαδήποτε στιγμή αισθανόμασταν δυσφορία ή άλλο είδος αλλαγής στην ψυχοσωματική μας κατάσταση, μπορούμε να διακόψουμε τη διαδικασία, βγάζοντας τα ακουστικά και τα γυαλιά και ζητώντας ό,τι θέλουμε από τους βοηθούς, οι οποίοι -για το σκοπό αυτό- θα συνεχίσουν να βρίσκονται στη διάθεσή μας, δίπλα μας μέσα στην αίθουσα.
Με τα ακουστικά τώρα στα αυτιά και την μαύρη μάσκα στα μάτια, ακούμπησα πίσω προσπαθώντας να βολευτώ όσο καλύτερα μπορούσα στο περίεργο αυτό κάθισμά μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένα αμυδρό φως φάνηκε να γεννιέται εμπρός μου και στο κέντρο της μάσκας -που τώρα αντιλαμβανόμουν ότι θα έπαιζε το ρόλο οθόνης- και στα ακουστικά μου, άρχισε να φτάνει -σαν από μακριά- ένας απαλός σύνθετος ήχος μάλλον ηλεκτρονικής μουσικής διανθισμένης με διάφορες χαλαρωτικές πρόσθετες ρυθμικές αποχρώσεις. Έμεινα για μερικά λεπτά έτσι, βλέποντας τώρα καθαρά το φως να πάλλεται ευθεία εμπρός μου και να γεμίζει μαζί με τους ήχους το περιβάλλον γύρω μου. Η φωνή του Proteus ακούστηκε πάλι, τώρα όμως μέσα από τα ακουστικά και εμπρός από τον υπόλοιπο ήχο…
«Η διαδικασία αυτή ακολουθείται για να χαλαρώσετε και να μειώσετε τη λειτουργία της σκέψης σας, η οποία -απουσία της θέλησής σας- μπορεί να γεννιέται ανεξέλεγκτη, δημιουργώντας σας πιθανά σενάρια για το τι μπορεί να συμβαίνει γύρω σας. Θα σας πάρει μερικά λεπτά μέχρι να χαλαρώσετε εντελώς και μέσα στο χρονικό διάστημα αυτό, θα σας εξηγήσω τα στάδια της πρώτης αυτής διαδικασίας σύνδεσής σας. Σαν πρώτη μέρα στην διαδικασία αυτή, θα σας δώσω ένα παράδειγμα και θα σας αφήσω να αντιλαμβάνεστε μόνοι σας, τις διαφορές και τις αλλαγές που θα συναντάτε στην κατανόησή του. Για αυτό, σε όλο αυτό το διάστημα, θα σας παρακαλέσω να μην διακόψετε για να ρωτήσετε οτιδήποτε σχετικό με αυτά που θα συμβαίνουν, αλλά προσπαθήστε να δεχθείτε και να επεξεργαστείτε ολόκληρη την πληροφορία που θα σας δοθεί, με το δικό σας τρόπο αντίληψης και κατανόησης και βάσει των δικών σας μέχρι σήμερα γνώσεων, κρατώντας ο καθένας τις τυχόν απορίες για το τέλος της σημερινής διαδικασίας.
»Σας είπα λοιπόν πριν από λίγο, ότι μία από τις πέντε λειτουργικές πληροφορίες της συνείδησης είναι η πίστη. Σαν λέξη και έννοια, οι περισσότεροι από σας τη γνωρίζετε. Όμως εμείς εδώ οφείλουμε να την αναλύσουμε σε βάθος και να την αποκωδικοποιήσουμε μέχρι να κατανοήσουμε πλήρως τη λειτουργία της και τον τρόπο που αυτή αλλοιώνεται στον αισθητό κόσμο και μετατρέπεται σε επίγνωση και πεποίθηση. Η πίστη λοιπόν είναι η βασική αρχική πληροφορία της συνείδησης, η οποία όμως εισερχόμενη μέσα στον αισθητό κόσμο αλλοιώνεται και μετατρέπεται σε ένα διπολικό πεδίο. Ένα πεδίο πληροφορίας, τα δύο άκρα του οποίου γίνονται γνωστά σε εμάς μέσω της επίγνωσής μας, σαν ‘εμπιστοσύνη’ και ‘αμφιβολία’. Το αρχικό πεδίο δηλαδή το οποίο περιέχει την μητρική πληροφορία της πίστης, σε εμάς γίνεται γνωστό σαν εμπιστοσύνη η οποία όμως ενώ μοιάζει με την πίστη δεν έχει απόλυτη σχέση και ομοιότητα, κάτι το οποίο εμείς αδυνατούμε να κατανοήσουμε. Και ενώ η πίστη αποτελεί ένα μονόπολο πεδίο από το οποίο απουσιάζει οποιοδήποτε αντίθετό του, το νέο δημιουργημένο πεδίο ως δίπολο, στο άλλο άκρο από αυτό της εμπιστοσύνης, δημιουργεί την αμφιβολία. Έτσι, οι δύο αυτές έννοιες δημιουργούνται πάνω σε μια άδεια μνήμη μας, σαν πρωτογενής πληροφορία, σαν επίγνωση.
»Αυτή όμως η πληροφορία της επίγνωσης, η οποία περιέχει το δίπολο αυτό ‘εμπιστοσύνη –αμφιβολία’, στην πραγματικότητα δεν ανήκει σε μας, δεν ανήκει στη δική μας συνείδηση, αλλά είναι μέρος του αισθητού κόσμου μέσα στον οποίο έχουμε εισέλθει. Δεν την φέραμε εμείς μέσα σε αυτό τον κόσμο, αλλά υπήρχε στην δομική πληροφορία του, στη Συνειδητότητα η οποία ήδη υπήρχε πριν από μας και δημιουργούσε τον κόσμο πριν δημιουργηθούν τα σώματά μας. Όμως, εφ όσον τα σώματα αυτά είναι μέρος του κόσμου τούτου, περιέχουν ήδη προεγκατεστημένη και αυτή την πληροφορία. Τη στιγμή της γέννησής μας, το σώμα το οποίο αρχίζει να ζει και να αναπτύσσεται, δεν έχει μνήμη. Περιέχει όμως τα στοιχεία εκείνα, πάνω στα οποία μπορούν να αναπτυχθούν και να εγκατασταθούν -αλλοιωμένες πλέον ως επίγνωση-, οι αντίστοιχες πέντε βασικές πληροφορίες της συνείδησης.
»Τα αρχικά αλλοιωμένα αυτά στοιχεία της επίγνωσης, που βρίσκουμε ήδη εγκατεστημένα στα σώματά μας τη στιγμή τη εισόδου μας σε αυτά, προέρχονται από την ήδη υπάρχουσα -ως αισθητός κόσμος- Συνειδητότητα και μας βοηθούν στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μας, να επικοινωνήσουμε και να λειτουργήσουμε με το αρχικό μας περιβάλλον. Τότε δηλαδή που δεν έχουμε ακόμη αναπτύξει τη λεκτική επικοινωνία, η οποία, για να υπάρξει και να αναπτυχθεί σε μας, χρειάζεται να ενεργοποιηθεί αυτή η αρχική βάση των στοιχείων και να εγκατασταθεί τελικά ως λειτουργική πληροφορία. Να ενεργοποιηθεί, από ένα προηγούμενο σώμα, από ένα προηγούμενο χρονικά από μας, Εγώ. Και το Εγώ αυτό το οποίο ενεργοποιεί αυτά τα αρχικά στοιχεία και τα εγκαθιστά ως επίγνωση, είναι οι γονείς μας ή οι άνθρωποι οι οποίοι μας φροντίζουν στα πρώτα χρόνια από τη γέννησή μας. Όταν ακόμη δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον κόσμο με λέξεις, αλλά αποκωδικοποιούμε τις έννοιες αυτές άηχα.
»Η ψυχή δηλαδή, με την είσοδό της στον κόσμο, βρίσκει εγκατεστημένα στο σώμα στο οποίο θα φιλοξενηθεί, τα πρώτα στοιχεία πάνω στα οποία θα αναπτυχθεί η επίγνωση του αισθητού κόσμου. Η συνείδηση της περιέχει τα λειτουργικά αρχεία, ένα από τα οποία είναι η πίστη, όμως το βρέφος των ολίγων ημερών, είναι αδύνατον να μπορέσει να κατανοήσει την έννοια της, όπως και οποιαδήποτε άλλη έννοια. Αρχίζοντας να επικοινωνεί με το περιβάλλον του μέσω της επίγνωσης που αναπτύσσεται σταδιακά μέσα του, βάζει στη θέση της πίστης την εμπιστοσύνη. Αδυνατεί ακόμη να κατανοήσει την αμφιβολία, όμως μέρα με την ημέρα κατανοεί ότι εμπιστοσύνη σημαίνει να αποδέχεσαι ή όχι με ασφάλεια το περιβάλλον και τους ανθρώπους που υπάρχουν σε αυτό γύρω σου. Αδυνατεί επίσης να μιλήσει, παρά μονάχα να κλάψει δυνατά. Κι όσο κλαίει, τόσο γίνεται περισσότερο κατανοητός ο αντίθετος πόλος, αυτός της αμφιβολίας.
»Η μυρωδιά της μητέρας του και του πατέρα του, ο ήχος της φωνής τους, ο τρόπος που το αγγίζουν και το κρατούν, όπως και οι εικόνες που αρχίζουν μέρα με τη μέρα να γίνονται περισσότερο γνώριμες σε αυτό, είναι οι αισθήσεις οι οποίες το βοηθούν να αποκρυσταλλώσει τις πρώτες έννοιες του κόσμου που γεννήθηκε. Του είναι δύσκολο ή και αδιάφορο να αντιληφθεί την πίστη, όμως γνωρίζει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη και κοντά σ’ αυτή, την αμφιβολία. Καταλαβαίνει επίσης ότι τόσο η εμπιστοσύνη όσο και η αμφιβολία, είναι κάτι το οποίο μπορεί να υπάρχει ή όχι, άσχετα από τις δικές του ικανότητες. Κατανοεί δηλαδή ότι και οι δύο αυτές έννοιες δεν μπορούν να δημιουργούνται από το ίδιο, ούτε μπορεί να κάνει κάτι για να υπάρχουν γύρω του. Αυτό, μπορεί μονάχα να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή τους στο χώρο, με το να προσπαθεί να τις αναζητά και να τις εντοπίζει.
»Είναι δηλαδή ένα μικρό πλασματάκι, ένα βρέφος μικρότερο από δύο ετών, ίσως και ολίγων ημερών ή μηνών και αρχίζει ήδη να καταγράφει στην επίγνωσή του, ότι και οι δύο αυτές έννοιες, είναι καταστάσεις οι οποίες έχουν σχέση με τους ‘άλλους’. Έχουν δηλαδή περισσότερη σχέση με τους ανθρώπους, τα άλλα πλάσματα και όντα όπως και τις γενικές καταστάσεις της ζωής που υπάρχουν γύρω του και λιγότερο με το ίδιο. Και τότε τι μπορεί να κάνει, πώς μπορεί να τις επηρεάσει, ποιο είναι το όργανο εκείνο του σώματός του, το οποίο μπορεί να το βοηθήσει να μπορέσει να καταλάβει τι συμβαίνει; Οι αισθήσεις του. Αρχίζει να μυρίζει προσεκτικά, να διαχωρίζει τους ήχους, τις εικόνες, ακόμα και τις γεύσεις ή τα αγγίγματα. Αρχίζει δηλαδή, μέσω των αισθήσεών του να ελέγχει το περιβάλλον του. Αρχίζει να δημιουργεί να παράγει το δεύτερο επίπεδο επίγνωσης, αυτό της πεποίθησης. Ζει μόλις μερικές μέρες και το σώμα του έχει αρχίσει να δομεί το γιγαντιαίο ενεργειακό πεδίο των πεποιθήσεων, ξεκινώντας από τη δημιουργία του δίπολου ‘προδοσία -έλεγχος’.
»Το ίδιο το βρέφος, αυτό που βιώνει είναι η προδοσία, η οποία γίνεται αισθητή στο σώμα του ως δριμύς εσωτερικός πόνος ίσος με εκείνον που οδηγεί στο θάνατο. Βιώνει δηλαδή μια κατάσταση, η οποία μεταφράζεται σε αυτό, ως κίνδυνος εξαφάνισης από τη ζωή. Αυτόματα τότε, παίρνει τη σκυτάλη το Εγώ, του οποίου ο κύριος ρόλος ύπαρξης, είναι αυτός, του να προστατεύει το βιολογικό σώμα από κάθε κίνδυνο. Καταγράφει το βίωμα, το οποίο κωδικοποιεί ως κίνδυνο και συγχρόνως δημιουργεί το αντίδοτο για να τον εξαλείψει. Αρχικά προσπαθεί να βρει και να αναπτύσσει τακτικές ελέγχου προς το περιβάλλον του. Κι όσο συχνότερα και με όσο μεγαλύτερο φορτίο βιώνει την προδοσία, τόσο καλύτερες τεχνικές ελέγχου ανακαλύπτει και εφαρμόζει στην πορεία της ζωής του. Εφαρμόζει τεχνικές ελέγχου για το ίδιο, όμως για τους άλλους η αντίδραση είναι η αναπαραγωγή του δικού του βιώματος. Η επανάληψη της προδοσίας, ως μέθοδος έσχατης αμυντικής λύσης στον εσωτερικό πόνο του σώματός του. Μια λύση που στο ίδιο παράγει το μοναδικό φάρμακο του εσωτερικού πόνου. Την ηδονή.
»Τώρα λοιπόν, είστε έτοιμοι. Η σύζευξη θα ανοίξει, και εσείς θα ξεκινήσετε την πρώτη σας είσοδο στο αόρατο. Αυτή η φράση από μόνη της όμως, σας αναγκάζει να αρχίσετε να ελέγχετε το περιβάλλον σας, μιας και το Εγώ σας έχει αρχίσει να αναπτύσσει μέσα σας την αμφιβολία, ως άμυνα στο άγνωστο και απαγορευμένο για αυτό χώρο. Αμφιβολία για αυτό που θα συναντήσετε, αμφιβολία για το λόγο που αυτό συμβαίνει, για το ποιος είμαι εγώ και το ρόλο που παίζει η εταιρία και το πρόγραμμα. Για όλα αυτά που συγκέντρωσαν οι σκέψεις σας σαν αναπάντητες ερωτήσεις. Κάποιοι από σας, αφήνοντας τη διαίσθησή σας να αναπτυχθεί, αρχίζετε να ελέγχετε τη δύναμη αυτής της αμφιβολίας και στη θέση της να βάζετε σταδιακά κάποια ποσοστά εμπιστοσύνης. Όμως κι αυτό, απέχει από την πραγματική αντίληψη της έννοιας της πληροφορίας της συνείδησης, ‘πίστη’.
»Σε αυτή την αρχική είσοδό σας λοιπόν στον κόσμο του αόρατου, θα ήθελα να παρατηρήσετε όλη αυτή τη μετάβαση. Μια μετάβαση, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σταδιακή αλλαγή θέσης του Εγώ. Αυτό που θα μεταβαίνει δηλαδή σταδιακά από τη μια θέση στην άλλη, είναι το Εγώ σας μέσω της σταδιακής αλλαγής της επίγνωσής σας με τον εμπλουτισμό της σε συνείδηση. Μια αλλαγή θέσης την οποία θα παρατηρεί αυτός που πραγματικά υπάρχει, αυτό που πραγματικά Είστε, ο Εαυτό σας ο οποίος θα αναδύεται. Αυτό που σας ζητώ σαν πρώτη άσκηση λοιπόν, είναι η συνειδητή παρατήρηση όλης αυτής της άηχης και άυλης μάχης, η οποία θα διεξαχθεί εντός ολίγου ανάμεσά σας. Ανάμεσα στο πεπερασμένο Εγώ και το απέραντο Εαυτό σας.» Και η φωνή του Proteus ξαφνικά σταμάτησε, όπως σταμάτησε και ο οποιοσδήποτε άλλος ήχος, φως ή άλλη αίσθηση γύρω μου…
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/7.html#more

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Εαυτός και Εγώ



Κεφάλαιο Ι
6. Εαυτός και Εγώ
«Θέλετε να πείτε ότι αυτό που προσπαθούν να διδάξουν τόσοι και τόσοι δάσκαλοι που πέρασαν από τον πλανήτη μας όλους αυτούς τους αιώνες, εσείς εδώ, εμείς όλοι σε τούτο το πρόγραμμα, θα τους καταργήσουμε και θα τους αντικαταστήσουμε με την τεχνολογία;»
Ήταν μια φωνή μέσα από το ακροατήριο του Proteus. Μια γυναικεία φωνή λίγο πιο πέρα από μένα, που πετάχτηκε δειλά αλλά ταραγμένα για να διακόψει τον εκπαιδευτή… Γύρισα προς το μέρος της σχεδόν αυτόματα. Η Alice. Δεν θυμάμαι από πού ήταν ούτε τι είχε σπουδάσει. Ο Proteus διέκοψε το ξεδίπλωμα του λόγου του κι εκείνη συνέχισε…
«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά έχουν δημιουργηθεί κάποια -για να μην πω αρκετά-  κενά μέσα μου σε όλο αυτό. Δεν μπορώ για παράδειγμα να καταλάβω, γιατί δίνετε στην ψυχή, τη συνείδηση ή και την επίγνωση όπως λέτε, έννοιες πληροφορίας και ενεργειακού πεδίου. Τι θέλετε να πείτε ακριβώς; Πως τις εντάσσετε μέσα στην ψυχολογία; Διότι μέχρι τώρα, τα θέματα τα οποία αφορούν την ψυχή, τη συνείδηση και το Εγώ, από επιστημονική οπτική αφορούν την ψυχολογία, κι από μεταφυσική τη θρησκεία και την πνευματική ανάπτυξη. Είμαι γιατρός και οι γνώσεις μου σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών βρίσκονται σε επίπεδο ‘ενός απλού αλλά καλού χρήστη’ και την έννοια της πληροφορίας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές την κατανοώ ως κώδικα, όπως και είναι φυσικά. Δεν γνωρίζω πολλά για αυτόν, πέρα του ότι αποτελεί μια σειρά από ηλεκτρονικές εντολές, οι οποίες οδηγούν τα ηλεκτρόνια επάνω στην οθόνη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν εικόνα ή κείμενο, ανάλογο με το αποτέλεσμα που ζητούμε ή θέλουμε να δημιουργήσουμε. Μια σειρά από εντολές σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα γεμάτη σύμβολα και συντομεύσεις, οι οποίες καθορίζουν τόσο το πεδίο πίσω από την οθόνη του υπολογιστή μας όσο και το παιχνίδι πάνω και εμπρός από αυτή. Για αυτό το πράγμα μιλάτε; Για τέτοια ενεργειακά πεδία, δημιουργημένα σε επίπεδα δημιουργίας τα οποία είναι γραμμένα σε διαφορετικό κώδικα το καθένα; Αυτό είναι;»
Σιωπή. Προσπαθούσα να ακούσω κάτι μέσα στην αίθουσα πέραν μερικών κινήσεων αμηχανίας πάνω στις καρέκλες, αλλά ήταν αδύνατον. Είχα σκύψει μπροστά, στρέφοντας το πρόσωπό μου στα δεξιά ώστε να παρακολουθώ τη συνάδελφό μου που ρωτούσε κι έχασα τις κινήσεις και τις εκφράσεις του Proteus ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τα σημείο που στεκόταν πριν. Τον άκουσα να μιλάει για να γυρίσω πάλι προς το σημείο από το οποίο ερχόταν η φωνή του. Είχε μετακινηθεί στο κέντρο περίπου της αίθουσας τώρα…
«Αυτό είναι…» είπε ο εκπαιδευτής με ύφος που τώρα είχε γίνει κάτι παραπάνω από σοβαρό. «Το έχετε διατυπώσει κατά τέτοιο τρόπο που -αν και όχι ακριβώς- μόνο να συμφωνήσω μπορώ…»
«Μα αν είναι έτσι, αν όλο αυτό είναι τέτοιου είδους πληροφορία, τότε θα μπορούσαμε -ή θα μπορέσουμε στο μέλλον- να τη δεσμεύσουμε με αντιγραφή και αποθήκευση ή μεταφορά» ακούστηκε πάλι η γυναικεία φωνή δεξιά μου κάνοντάς με τώρα να αρχίσω να σκέφτομαι περισσότερο το βαθύτερο μήνυμα της φράσης της.
«Και ποιος σας είπε ότι δεν το κάνουμε ήδη. Ότι έχουμε τη δυνατότητα τέλος πάντων να το κάνουμε, μέχρι ένα ορισμένο βάθος.» Διέκοψε το λόγο του και έμεινε μερικά δευτερόλεπτα να την κοιτάζει ή να περιμένει κάποια αντίδρασή της. Έμενε σκεφτική κι εκείνος συνέχισε…
«Οτιδήποτε υπάρχει ως κωδικοποιημένη πληροφορία μέσα στη Συνειδητότητα, μέσα δηλαδή στη ροή του αισθητού κόσμου, μπορεί να αντιγραφεί, να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί. Οτιδήποτε εκτός από ένα. Τη συνείδηση. Πρώτον διότι αυτό αποτελεί έργο μονάχα της ψυχής, άγνωστο ακόμη σε μας και δεύτερον διότι ο ίδιος ο αισθητός κόσμος την εμποδίζει να εισέλθει μέσα του…»
«Η Ψυχή όμως είναι μέσα του. Μέσα στον αισθητό κόσμο. Μέσα στη ροή της Συνειδητότητας…»
«Ναι…» έγνεψε ο εκπαιδευτής εστιασμένος πλήρως πάνω της
«Αν αντιγράψει έτσι κάποιος την ψυχή, το αποτέλεσμα θα είναι ημιτελές μιας και θα λείπει το κέντρο της, η συνείδησή της, αυτό που την ενώνει με την πηγή των πάντων όπως είπατε. Θα είναι ένα αντίγραφο, το οποίο θα έχει μονάχα επίγνωση. Άρα το ζητούμενο είναι να καταφέρουμε να αντιγράψουμε ολόκληρη τη συνείδηση, ώστε αναγάγουμε την επίγνωση σε ένα επίπεδο ίδιο με αυτή; Να την εμπλουτίσουμε τόσο ώστε οι δυο τους να εξισορροπηθούν σε πληροφορία;»
«Όχι.» απάντησε ο Proteus. «Θέλουμε κάποια πληροφορία από τη συνείδηση, αλλά όχι όλη την πληροφορία που περιέχει. Αν το κάνουμε αυτό, παύει να υπάρχει εικονικός, αισθητός κόσμος.» Σταμάτησε και γύρισε προς όλους μας τώρα…
«Ο αισθητός κόσμος βασίζεται στη γνώση. Η γνώση μας για αυτόν είναι το εργαλείο και η πηγή της ύπαρξής του. Η ανάγκη μας για αυτήν, τον διατηρεί όπως είναι. Εικονικός και αισθητά πραγματικός. Η επίγνωση λοιπόν, ρωτάει συνεχώς, δεν σταματάει ποτέ να αναζητά περισσότερη γνώση, η οποία σε όποιο βάθος κι αν φτάσει δεν της αρκεί ποτέ, διότι είναι αδύνατον να αγγίξει το όλον. Η συνείδηση όμως γνωρίζει. Δεν έχει ανάγκη από ερωτήσεις. Δεν αναλύει, δεν κατακερματίζει, έχει την πλήρη αντίληψη του συνόλου. Αν μπει ολόκληρη σε όλους μέσα στον αισθητό κόσμο, ο κόσμος παύει να υπάρχει, εξαφανίζεται, εξαϋλώνεται. Και να θέλουμε όμως, είναι αδύνατον να το κάνουμε αυτό μαζικά. Είναι η φύση του κόσμου τέτοια που κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Μπορεί όμως να το κάνει ο κάθε ένας σαν μονάδα. Ή να επιδράσει έτσι πάνω στη Συνειδητότητα ώστε να το κάνουν κι άλλοι, αλλά μέχρις εκεί.
»Οι δάσκαλοι λοιπόν που πέρασαν από τον κόσμο, τι έκαναν. Επέδρασαν και επιδρούν πάνω στις ψυχές και στις συνειδήσεις. Έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν στην ανθρωπότητα το τμήμα εκείνο της γνώσης, το οποίο δημιουργεί ένα είδος κορεσμού στην αναζήτησή σου. Την αντίληψη του ορίου της. Κι αυτό σε αναγκάζει να σταματήσεις τον ξέφρενο αγώνα για αυτήν. Αυτό το βύθισμα όμως που κάνεις στην απουσία της ανάγκης της, αυτή η σιωπή που ακολουθεί τον αγώνα σου προς την κατάκτησή της, αφήνει περιθώριο να εισέλθει μέσα σου περισσότερη συνείδηση. Αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά ανάμεσα στο Είμαι και στο Έχω. Ο Εαυτός μας, Δεν Έχει ανάγκη από απαντήσεις διότι δεν έχει ερωτήματα. Ο ίδιος Είναι οι απαντήσεις. Άρα ποιος ρωτάει συνεχώς; Ποιος θέλει να Έχει γνώση; Αυτός από τον οποίο του λείπει η γνώση αυτή, το Εγώ. Το ίδιο το Εγώ όμως περιέχεται στις απαντήσεις τις οποίες βρίσκονται στον Εαυτό και τη συνείδησή του. Ο Εαυτός είναι η ψυχή και η συνείδηση και ο Εαυτός έχει το σώμα και το Εγώ. Το Εγώ μου λοιπόν, ενώ ανήκει στον Εαυτό μου, ζητά να είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Αφού όμως είναι αδύνατον να Είναι κάτι, ζητά συνεχώς να Έχει. Στον Εαυτό, οτιδήποτε κι αν έχει το Εγώ, παραμένουν όλα εικονικά, ενώ για το ίδιο το Εγώ είναι απαραίτητα διότι αποτελούνται από το ίδιο στοιχείο της εικονικότητας.»
«Είμαστε δηλαδή κι εμείς ένα δίπολο, όπου από τη μια μεριά είναι ο Εαυτός κι απ΄ την άλλη το Εγώ;»
«Ακριβώς. Ένα μεγάλο δίπολο, όπου ο Εαυτός ‘βλέπει’ τον κώδικα όπως είπες πριν σε όλα τα επίπεδα, ενώ το Εγώ αισθάνεται μόνο το τελικό αποτέλεσμα, αυτού του τρισδιάστατου αισθητού κόσμου…»
«Άρα είναι αδύνατον για το Εγώ να κατανοήσει ποτέ την πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον αυτό του είναι πολύ δύσκολο…»
«Από μόνο του το Εγώ, είναι αδύνατον να το κάνει ποτέ. Ως δίπολο όμως μαζί με τον Εαυτό, έχει τη δυνατότητα να μειωθεί ώστε να αυξηθεί το άλλο άκρο του Εαυτού. Είναι αδύνατον να εξαφανιστεί όσο ζει το σώμα. Μπορεί όμως να καταλαγιάσει αφήνοντας χώρο στη συνείδηση να εισέλθει και να του αναδείξει τα χαρακτηριστικά του ως σύνολο, έτσι ώστε να βγει το ύψιστο δυναμικό του, η κοινή συνισταμένη τους…»
Έμεινε για λίγο κοιτάζοντας μια τη γυναίκα που τον ανάγκασε να διακόψει και να μπει σε εξηγήσεις και μια όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ένωσε τις παλάμες του και τις έφερε για λίγο εμπρός από τα χείλη του συνεχίζοντας να κοιτάζει σχεδόν τον κάθε ένα μας. Ύστερα τις κατέβασε αργά και συνέχισε…
«Καταλαβαίνω ότι για πολλούς από σας, όλα αυτά μοιάζουν πρωτόγνωρα ή τέλος πάντων γενούν δεκάδες ερωτήσεις, οι οποίες μένουν αιωρούμενες μέσα στη σκέψη σας και σας τριβελίζουν. Αυτό όμως είναι το σύστημα που λειτουργεί το Εγώ. Θα τα λέμε και θα προσθέτουμε απαντήσεις συνεχώς, όμως τις επόμενες μέρες και μέσω του προγράμματος, οι περισσότερες από αυτές θα έχουν πάψει να υπάρχουν. Διότι αυτό που Είστε, είναι ψυχή και συνείδηση κι αυτό που έχετε είναι τα σώμα σας και το Εγώ το οποίο είναι δημιουργημένο για αυτό ακριβώς. Να ζητά συνεχώς ώστε να έχει ακόμη περισσότερα. Βιάζεστε λίγο διότι η απαιτήσεις για τις απαντήσεις αυτές είναι τόσο έντονες που κάποιους από σας, σας κουράζουν. Όμως από αυτή τη στιγμή, έχετε την ευκαιρία να δοκιμάσετε τον κόσμο γύρω σας, μέσα από την εμπειρία που σας δίνει η τεχνολογία της συνειδησιακής σύζευξης. Μια τεχνολογία που σας επιτρέπει να αναπροσαρμόσετε τις έννοιες ‘μέσα μου’ και ‘έξω μου’, χρόνος και χώρος, πληροφορία και ενέργεια, ενεργειακό πεδίο και δημιουργία.» είπε και επέστρεψε στην αρχική ροή της παρουσίασης της συσκευής.
«Όπως βλέπετε εδώ» και έδειξε το σύνολο της ογκώδους συσκευής μαζί με το ανδρείκελο που φορούσε την παράξενη μαύρη στολή, «υπάρχει μια ειδική στολή, συνδεδεμένη με ένα κέντρο ελέγχου. Μια στολή η οποία είναι και το αντικείμενό μας στο πρόγραμμα αυτό που παρακολουθείτε. Ένα μέσο, το οποίο μας δίνει την ευκαιρία να ρυθμίζουμε την ένταση του σήματος που λαμβάνουμε μέσα από τις αισθήσεις μας για τον κόσμο. Και ρυθμίζοντας το σήμα αυτό, στην ουσία ρυθμίζουμε την ένταση των αισθήσεών μας, οι οποίες αντιλαμβάνονται το εξωτερικό περιβάλλον του σώματός μας και αποκωδικοποιούν τον κόσμο γύρω του. Μια ρύθμιση η οποία μπορεί ακόμη και να φτάσει στο μηδενισμό του σήματος. Να φτάσει δηλαδή στο επίπεδο όπου να μπορείτε να αποκοπείτε εντελώς από το εξωτερικό περιβάλλον σας και να στραφείτε προς τα μέσα σας. Σε ένα ταξίδι μέσα προς τον πυρήνα αυτής της ίδιας της αρχέγονης και αναλλοίωτης εσωτερικής σας πληροφορίας. Ένα ταξίδι στη συνείδηση σας, μέσα στο άπειρο πεδίο της Συνειδητότητας. Και μέσα από αυτό, συνειδητοποιώντας τι είναι πραγματικά σύμπαν και ζωή, να βοηθήσετε τόσο τον Εαυτό σας, όσο και τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας στο μεγάλο της άλμα προς τον επόμενο πολιτισμό της» είπε και αποκόπτοντας οποιαδήποτε ευκαιρία για άλλες ερωτήσεις και συζήτηση πάνω στο πελώριο θέμα που αυτόματα εκείνη τη στιγμή αναδύθηκε από τα λόγια του, έκανε νεύμα στον Mark -ο οποίος όλη αυτή την ώρα στεκόταν δίπλα του-, δίνοντας το σινιάλο να προχωρήσει στο επόμενο επίπεδο της διαδικασίας ενημέρωσής μας.
Εκείνος, έκανε στροφή, πλησίασε την πλαϊνή πόρτα της αίθουσας και την άνοιξε, αφήνοντας να περάσουν μέσα, καμιά δεκαριά υπάλληλοι της εταιρίας, που βρίσκονταν απ’ έξω. Μπήκαν στην αίθουσα σιωπηρά, κουβαλώντας ο καθένας από έναν ορθοστάτη -σαν κρεμάστρα- τοποθετώντας τους στη σειρά εμπρός από την κεντρική μονάδα η οποία βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας πίσω από τους εκπαιδευτές. Αφού αράδιασαν εικοσιένα όμοιους τον ένα δίπλα στον άλλον, συνέχισαν να βγαίνουν και να μπαίνουν στην αίθουσα, μέχρι που συμπλήρωσαν -κρεμώντας πάνω τους- τον ίδιο αριθμό στολών, ίδιων με εκείνη την μαύρη και ελαστική που φορούσε το ανδρείκελο.
Όλη εκείνη την ώρα που γινόταν αυτό το πέρα-δώθε των υπαλλήλων, με την τοποθέτηση των στολών εμπρός μας, ο Mark, είχε ανοίξει μια μικρή πορτούλα στο βάθος του διαδρόμου πλάι από την αίθουσα, είχε μπει μέσα και τώρα έβγαινε, φορώντας κι ο ίδιος μια όμοια μαύρη στολή, που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα του, εφαρμόζοντας πάνω του σαν χειρουργικό γάντι και αφήνοντας ακάλυπτο μονάχα το κεφάλι του από τη μέση του λαιμού του και πάνω. Περπατώντας αργά προς το κέντρο της αίθουσας εμπρός μας, κρατούσε στο ένα του χέρι την πλεξούδα με τα καλώδια που κρέμονταν από το πλαϊνό μέρος της στολής σαν ουρά και στο άλλο κάτι σαν κουκούλα, που θα έβαζε μάλλον στο τέλος στο κεφάλι του, ώστε να καλυφθεί ολόκληρο το σώμα. Πλησίασε την κεντρική μονάδα, άνοιξε τον διακόπτη του υπολογιστή που βρισκόταν στο πλάι της και αφού περίμενε μερικά δευτερόλεπτα μέχρις να φτάσει σε επίπεδο εντολών, πληκτρολόγησε τους κωδικούς της και την έθεσε σε λειτουργία. Εκείνη, με ένα γουργούρισμα όμοιο περίπου με εκείνο που κάνουν οι ανελκυστήρες όταν ανεβαινοκατεβαίνουν τα κτίρια, πήρε να ζωντανεύει, δείχνοντάς το μας με τα διάφορα φωτάκια που άρχισαν να αναβοσβήνουν πάνω της, κάνοντας το όλο θέαμα να μοιάζει με κινηματογραφική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Αφήνοντάς τον να ολοκληρώσει τη διαδικασία, ο Proteus πήρε πάλι το λόγο, σηκώνοντας το χέρι του για να αποσπάσει την προσοχή μας τώρα από τον Mark και να την εστιάσει πάλι σε αυτά που ετοιμαζόταν να πει ο ίδιος. Άφησε μερικά δευτερόλεπτα παρατηρώντας μας μέχρις να είναι σίγουρος για την επαναφορά της προσοχής μας πάνω του και ξεκίνησε…
«Έχουμε ήδη πει, ότι η ψυχή περιλαμβάνει πληροφορίες, οι οποίες βρίσκονται στη συνείδηση την οποία περιέχει. Και είναι αυτές οι πληροφορίες, οι οποίες αλλοιώνονται και μετατρέπονται σε ψευδή αντίγραφα μέσα στον αισθητό κόσμο, πρώτα κατά τη μετατροπή τους από συνείδηση σε επίγνωση κι έπειτα κατά την περαιτέρω αλλοίωσή τους από επίγνωση σε πεποίθηση. Αν και δεν έχει ουσιαστικό νόημα κάτι τέτοιο, όμως αν θέλαμε να παραστήσουμε γραφικά αυτή την πορεία της πληροφορίας, θα την τοποθετούσαμε πάνω σε ένα γραμμικό άξονα και με μια κατεύθυνση από τον εσωτερικό Εαυτό μας προς το εξωτερικό Εγώ μας. Από το μέσα μας και τη συνείδησή μας, προς τα έξω στον κόσμο και στο σώμα μας. Έτσι λοιπόν τώρα, αν θέλουμε να συζεύξουμε τα δύο αυτά άκρα, την εσωτερική συνείδησή μας με το εξωτερικό υλικό σώμα μας, αγνοώντας αλλά και αναζητώντας την πρώτη, αλλά γνωρίζοντας ίσως μονάχα την πεποίθησή μας από τη δεύτερη, θα πρέπει να πάμε κατά κάποιο τρόπο αντίστροφα. Δηλαδή αρχικά να αναγνωρίσουμε την αλλοιωμένη πληροφορία της πεποίθησης η οποία έχει εγκατασταθεί στο Εγώ μας, σταδιακά να αποδεχθούμε και να κατανοήσουμε την αλλοίωσή της, να την αποκωδικοποιήσουμε στην ενδιάμεση επίγνωση και τέλος να την μετατρέψουμε στην πραγματική της διάσταση κατανοώντας το βάθος της συνείδησής μας.
»Οι πληροφορίες αυτές της ψυχής οι οποίες περιέχονται στη συνείδηση και εκκινούν από αυτή, χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Στις λειτουργικές πληροφορίες και στις πληροφορίες διαμόρφωσης. Οι πρώτες, οι λειτουργικές, είναι κοινές για όλα τα μέλη του κάθε είδους πλασμάτων ή όντων, ενώ οι δεύτερες, οι πληροφορίες διαμόρφωσης, δίνουν τα επιμέρους στοιχεία και χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν και την τελική συμπεριφορά στο καθένα από τα επιμέρους πλάσματα. Όπως βλέπετε, έχουμε δανειστεί λέξεις από την πληροφορική επιστήμη. Κι αυτό είναι μια αλήθεια, διότι οι λειτουργικές πληροφορίες της ψυχής, μοιάζοντας σε ένα βαθμό με το βασικό λειτουργικό λογισμικό ενός υπολογιστή, είναι υπεύθυνες περισσότερο για τη λειτουργία και την συσχέτισή μας μέσα στο περιβάλλον μας ατομικά αλλά και συνολικά ως είδος, ενώ οι πληροφορίες διαμόρφωσης αφορούν τα ειδικά χαρακτηριστικά ή αλλιώς χαρίσματα, δηλαδή τα στοιχεία που διαμορφώνουν τελικά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του καθένα μας.
»Σε αυτή την πρώτη φάση λοιπόν της αποκρυπτογράφησης της πληροφορίας της ψυχής μας με τη βοήθεια της ‘σύζευξης’, θα εξετάσουμε τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της, τα οποία και θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αρχικά τον αισθητό κόσμο και τη σχέση που αναπτύσσει ο Εαυτός και η συνείδησή μας μέσα του. Τα χαρακτηριστικά αυτά λοιπόν ή αλλιώς λειτουργικά αρχεία -για να μιλάμε και με τη γλώσσα της συσκευής την οποία και θα εξετάσουμε-, είναι πέντε. Η πίστη, η ακεραιότητα, η μοναδικότητα, η δυαδικότητα και η ισορροπία. Κι εδώ, φτάσαμε στο τέλος του πρώτου μέρους της ενημέρωσής σας. Από το σημείο αυτό και έπειτα, συνοδός και βοηθός μας σε ότι συζητάμε, θα είναι πλέον και η ‘σύζευξη’, την οποία θα αρχίσουμε να γνωρίζουμε όλο και περισσότερο» είπε ο Proteus κι έκανε μια κίνηση με τα χέρια του, η οποία μας παρέπεμπε στο να σηκωθούμε και να πλησιάσουμε το χώρο εμπρός μας όπου ήταν παρατεταγμένες οι μαύρες στολές.
Αλκιρέας
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/6.html#more

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Ένας διττός κόσμος

Κεφάλαιο Ι

5. Ένας διττός κόσμος 
Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι τις σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου, όλο αυτό το διάστημα των σαρανταπέντε λεπτών που μείναμε εκτός της αίθουσας του προγράμματος, για να ολοκληρώσουμε το πρόχειρο γεύμα της ημέρας στην καντίνα της εταιρίας. Δεν μπορώ να πως, ότι επίσης θυμάμαι -το διάστημα αυτό- οποιαδήποτε συζήτηση με κάποιον από τους συναδέλφους και συνακροατές μου στο σεμινάριο.
Αυτό που θυμάμαι όμως, είναι μια μεγάλη αμφισβήτηση να αναβλύζει από μέσα μου, ανάμικτη με περιέργεια ή και θαυμασμό ή ακόμη και δέος, για όσα είχα αρχίσει να μαθαίνω εκεί μέσα. Όλες οι πληροφορίες που μας είχε δώσει ο Proteus όλη αυτή την ώρα, μου φαίνονταν τόσο προφανείς, τόσο αναμενόμενες και παράλληλα τόσο αυθαίρετες και αβάσιμες, που μου προκαλούσαν ένα μίγμα αποδοχής και αμφιβολίας πρωτόγνωρο. Κι εκεί που ήθελα να χαμογελάσω από ενθουσιασμό και να δείξω σε όλους όσοι υπήρχαν γύρω μου αυτό το υπέροχο συναίσθημα της αποκαλυπτικής γνώσης που μόλις είχα λάβει, εκεί σταματούσα, το σκεφτόμουν πάλι, το ζύγιζα, το αναθεωρούσα, το δεχόμουν ξανά και συνάμα το απέρριπτα. Πώς μπορούσε να μιλάει για θέματα τέτοια όπως η ψυχή και η συνείδηση, με τόση βεβαιότητα και σε ένα σύγχρονο ακροατήριο όπως το δικό μας; Και πώς μπορούσε να κρατάει όλους αυτούς τους επιστήμονες, ακόμη σιωπηρούς και σκεφτικούς και σχεδόν ανέκφραστους;

Κι όμως. Αυτή η διαφορετικότητα της γνωσιακής βάσης και η πολυμορφία της εκπαίδευσης αλλά και της κουλτούρας των μελών αυτού του μικρού και τόσο παράξενου ακροατηρίου, το έκαναν ίσως τον καλύτερο αποδέκτη για κάτι τέτοιο. Υπήρχαν τα πάντα σε τούτη την μικρή ομάδα ανθρώπων. Και υπήρχαν σε μια τέτοια αναλογία, όπου αυτή η νέα πληροφορία που στάλαζε ξαφνικά και απότομα μέσα της, κατόρθωνε και ισορροπούσε και παλλόταν ακόμη ακίνδυνα για τις συνειδήσεις -ή μάλλον για τις επιγνώσεις- που αόρατα διαμόρφωνε. Τουλάχιστον προς το παρόν, όλοι έδειχναν ίσως συγκρατημένοι ή πράγματι αδύναμοι ακόμη να ανορθώσουν μια άποψη αμφισβήτησης, αποδοχής ή απόρριψης στα λόγια του Proteus.
Το διάλειμμα ολοκληρώθηκε, ένας-ένας επιστρέψαμε στην αίθουσα και ο Proteus ξεκίνησε πάλι να μιλάει με τον ίδιο αργό αλλά διαπεραστικό στο νου όλων μας τρόπο.
«Σε λίγες μέρες θα έχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε τον πυρήνα του προγράμματος στο οποίο ήδη συμμετέχετε -και στη συνέχεια θα ασχοληθείτε περισσότερο ενεργά-. Προς το παρόν, θα ξεκινήσετε την επαφή σας μαζί του γνωρίζοντάς το εξωτερικά. Με την εξωτερική μονάδα του η οποία, έρχεται σε επαφή με το σώμα σας, γίνεται αισθητή και είναι αυτή που θα δείτε αμέσως τώρα» είπε, και με μια κίνηση του τεντωμένου προς τα εμπρός χεριού του, ενεργοποίησε -μέσω του τηλεχειριστηρίου που κρατούσε-, το διαχωριστικό τοίχο της αίθουσας που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του. Εκείνος, με ένα απαλό ήχο κύλισης, άνοιξε αργά σε δύο μέρη, αποκαλύπτοντας έναν χώρο στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια -σχετικά ογκώδης- συσκευή, συνδεδεμένη με ένα σύστημα ελέγχου, αποτελούμενο από ένα μεγάλο μεταλλικό έπιπλο, όμοιο με μεγάλο ηλεκτρονικό υπολογιστή, στην επιφάνεια του οποίου υπήρχαν τρεις οθόνες η μία δίπλα στην άλλη, δύο σειρές πληκτρολόγια και ένα χειριστήριο. Δίπλα από αυτό το σύνολο, στεκόταν όρθια μια κούκλα-ανδρείκελο στο μέγεθος ενός φυσιολογικού, ενήλικα άνδρα. Από τη θέση στην οποία βρισκόμουν, μπορούσα να διακρίνω με σχετική ευκολία την -σε μέγεθος ενός επιβατικού αυτοκινήτου- κεντρική μονάδα της συσκευής, δίπλα από την οποία βρισκόταν όρθιο, σταθερά στερεωμένο το ανδρείκελο. Ήταν ντυμένο και καλυμμένο ολόκληρο, με μια -μάλλον- ελαστική, όμοια με αυτή των δυτών, μαύρη στολή, συνδεδεμένη -με τη μονάδα και τον υπολογιστή που βρίσκονταν δίπλα της-, μέσω μιας χοντρής δέσμης από καλώδια.
«Η εταιρία», συνέχισε ο Proteus, «θέλοντας να με τιμήσει για τις υπηρεσίες που προσφέρω σε τούτο το πρόγραμμα, έχει δώσει -στο σύνολο αυτό το οποίο θα σας αποκαλύπτεται σταδιακά-, το όνομά μου. Εγώ όμως, θα ήθελα σε αυτή τη φάση -και για να το ξεχωρίζετε από μένα- να το ονομάζουμε απλά ‘σύζευξη’. Μιας και το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτού του προγράμματος, είναι η προσομοίωση της σύζευξης της επίγνωσής μας με την μητρική μας συνείδηση ή αλλιώς η αποκωδικοποίηση της εικονικής επίγνωσης απ’ ευθείας σε πραγματική συνείδηση. Η ένωση του εικονικού με το πραγματικό, του ορατού με το αόρατο. Μια διαδικασία η οποία -κατά συνέπεια- για να επιτευχθεί, θα πρέπει παράλληλα να προχωρήσει σε ένα -επίσης εικονικό- διαχωρισμό του σώματος και του αισθητού κόσμου από τον Εαυτό μας. Κι όταν λέω Εαυτό μας, φυσικά εννοώ την ψυχή και τη συνείδησή μας, αυτό που είμαστε πραγματικά, αυτό το οποίο έχει τη δυνατότητα και ικανότητα να διαχειρίζεται το σώμα μας μέσα στον κόσμο στον οποίο αυτό ζει και υπάρχει.
»Μια παράλληλη σύζευξη και ένας εικονικός διαχωρισμός, ο οποίος θα μας επιτρέψει να ανακαλύψουμε σταδιακά τι σημαίνει πραγματικότητα, ποιοι είμαστε Εμείς, τι είναι ο κόσμος που υπάρχει γύρω μας, τον οποίο αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε σαν μόνιμο και πραγματικό, πώς λειτουργεί, πώς δημιουργείται και τι υπάρχει πίσω και πέρα από αυτόν. Θα μπορέσουμε επίσης να αντιληφθούμε σε βάθος την έννοια του ‘μέσα’ μας, του εσωτερικού μας κόσμου όπως και το τι είναι στην πραγματικότητα αυτό το οποίο ονομάζουμε χρόνος και ενέργεια. Μα περισσότερο από όλα, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε σε βάθος, τι είναι ο ανθρώπινος εσωτερικός, συναισθηματικός πόνος. Πώς δημιουργείται, πώς ενεργοποιείται, πώς παράγεται και πώς μπορεί να διαχειριστεί ή και να μειωθεί στην καθημερινότητα του σημερινού απλού ανθρώπου, πράγμα το οποίο είναι και ο αποκλειστικός σκοπός της ανάπτυξης του προγράμματος αυτού. Όμως πριν έλθετε σε επαφή με τον πυρήνα της σύζευξης, θα πρέπει να έχουμε ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο ενημέρωσης με τις βασικές πληροφορίες τις οποίες χρειάζεστε ώστε ν’ αρχίσετε να κατανοείτε τον τρόπο με τον οποίο θα το λειτουργήσετε.»
Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα να μιλάει κάνοντας ένα βηματισμό προς το μέρος μας, λες και ήθελε να αφουγκραστεί καλύτερα κάποιες απ’ τις αντιδράσεις του κάθε ενός από μας. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω ποια ήταν η δική μου αντίδραση σε όλα αυτά που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου, αλλά -ακόμη κι εγώ ο ίδιος- ήταν αδύνατον να το προσδιορίσω με ακρίβεια. Ήθελα να ρωτήσω πράγματα, όμως ο όγκος της μη αφομοιωμένης ακόμη από το νου μου πληροφορίας ήταν τόσο μεγάλος και πολυεπίπεδος, που δυσκολευόμουν να βρω την αρχή του και να ξεκινήσω. Γύρισα και κοίταξα γύρω μου, μήπως και καταφέρω να αποκωδικοποιήσω τουλάχιστον κάτι από την έκφραση κάποιου από τους συνακροατές μου, αλλά μάταια. Η φωνή του Proteus με έφερε πάλι στην πραγματικότητα της αδηφάγου απορρόφησης των λόγων του.
«Θα ήθελα να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε κάτι το οποίο πιθανώς είναι δύσκολο να γίνει άμεσα και βαθιά κατανοητό ή αποδεκτό από κάποιον ο οποίος απλά το ακούει εδώ μέσα για πρώτη φορά, αν και είναι σίγουρο ότι στην πορεία των μαθημάτων θα αποσαφηνιστεί πλήρως. Την αντίληψη, ότι ολόκληρος ο κόσμος, στον οποίο ζούμε και υπάρχουμε εμείς οι άνθρωποι ως βιολογικά σώματα, στην πραγματικότητα είναι ένα γιγαντιαίο μητρικό ενεργειακό πεδίο πληροφορίας. Ένα ενεργειακό πεδίο το οποίο, ενώ το ίδιο ανήκει σε ένα μεγαλύτερο σύνολο μη αντιληπτό σε μας, συγχρόνως μπορεί να περιέχει άπειρα μικρότερα, τα οποία γεννιούνται από αυτό, αλλάζουν, διαφοροποιούνται, χάνονται ή εξελίσσονται, διαμορφώνοντας όλο αυτό το οποίο εμείς αντιλαμβανόμαστε γύρω μας ως ζωή.
»Κάθε δημιουργούμενο εντός του κόσμου μας πεδίο, δρα σαν δίπολο, περιέχοντας δύο αντίθετα άκρα, ενώ το μητρικό από το οποίο γεννιέται, αποβάλλεται ως μονόπολο και παραμένει εκτός αισθητής πραγματικότητας, δρώντας όμως την ίδια στιγμή ως καταλύτης και τροφοδότης του νέου. Επειδή οι περισσότεροι από σας δεν έχετε άμεση σχέση με την φυσική επιστήμη, θα αποφύγω τους πολύ εξειδικευμένους όρους, λέγοντας μονάχα ότι, δίπολο πεδίο είναι εκείνο το οποίο αποτελείται από δύο πόλους, δηλαδή δύο αντίθετα άκρα. Από το παραπάνω όμως, βγαίνει ένα πολύ σημαντικό για μας συμπέρασμα το οποίο θα ήθελα και να συγκρατήσετε. Ποιο;
»Το ότι ‘στον κόσμο μας, δεν υπάρχει τίποτε μόνο του χωρίς την παρουσία του αντιθέτου του’. Για κάθε θετικό φορτίο υπάρχει το αρνητικό του, για κάθε πάνω υπάρχει το κάτω, για το δεξιά υπάρχει το αριστερά, απέναντι από το εγώ υπάρχει το εσύ, από το εμείς οι άλλοι, για κάθε παρελθούσα διάρκεια χρόνου υπάρχει η αντίστοιχη μελλοντική και ούτω καθ’ εξής. Όλα είναι ενεργειακά πεδία μέσα σε άλλα ενεργειακά πεδία, κάθε άκρο των οποίων, προϋποθέτει αυτόματα την ύπαρξη του απέναντι αντιθέτου του, χωρίς απαραίτητα να υπερισχύει κάποιο από τα δύο ή να βρίσκεται σε τέλεια ισορροπία μαζί του, αλλά αναλογικά, να υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξής του σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Από το ένα άκρο του νοητού τους άξονά στο άλλο, ποτέ όμως με ολοκληρωτική υπερίσχυση ή εξαφάνιση κάποιου από τα δύο.
»Το σημειώσαμε ήδη και θα το ξαναπούμε αρκετές φορές ακόμη, ότι για μας τους ανθρώπους, αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ‘ο κόσμος μας’, είναι η επίγνωσή μας για αυτόν. Δύο έννοιες οι οποίες δεν είναι απλά ταυτόσημες αλλά στην ουσία τους είναι μία. Η ίδια. Το ενεργειακό πεδίο δηλαδή, το οποίο γίνεται σε μας αντιληπτό ως ‘ο κόσμος μας’ και το ενεργειακό πεδίο το οποίο αποτελεί όλη την πληροφορία της επίγνωσής μας, είναι το ίδιο και το αυτό. Η επίγνωσή μας για τον κόσμο μας, είναι ο ίδιος ο κόσμος τον οποίο αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε σαν τέτοιον. Είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή να αντιληφθείτε το βάθος και τη σημασία αυτής της πληροφορίας. Κι αυτό, διότι σας είναι δύσκολο ακόμη να αντιληφθείτε την συνολική ικανότητα που έχει η πληροφορία να εμφανίζεται σε μας, ως απλή λέξη ή έννοια, ως δεδομένο ή λογισμικό και ως στοιχείο δημιουργίας ή υλοποίησης. Για το λόγο αυτό, θα έχουμε την ευκαιρία να την αναλύσουμε στα παρακάτω μαθήματα αρκετές φορές.
»Όπως λοιπόν, η επίγνωση γεννιέται αρχικά από την εικονική και ψευδή αντανάκλαση της συνείδησής μας πάνω στο πρωτογενές πεδίο της Συνειδητότητας, έτσι στη συνέχεια αυτή η επίγνωση μπορεί επίσης να δημιουργεί νέες πληροφορίες, δηλαδή νέα -μικρά ή μεγαλύτερα- δίπολα πάντα, ενεργειακά πεδία. Ο κόσμος, για παράδειγμα, δημιουργεί εμάς κι εμείς μαζί του δημιουργούμε τις καταστάσεις της ζωής μας. Καταστάσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές σε μας μέσω της σκέψης και του συναισθήματος. Τόσο ο κόσμος, όσο εμείς και αυτές οι ίδιες οι καταστάσεις που ζούμε, είναι ενεργειακά πεδία πληροφορίας το ένα μέσα στο άλλο ή ακόμη το ένα μέσα σε περισσότερα από ένα.
»Κι έτσι για μας υπάρχουν δύο δυνατότητες. Όντες μέσα σε ένα διπολικό κόσμο ο οποίος αναπαράγει τμήματά του δημιουργώντας έτσι υποσύνολα, εμείς ή είναι αδύνατον να υπάρχουμε μόνοι μας ή οι ίδιοι αποτελούμε ένα επίσης δίπολο, το ένα άκρο του οποίου αντιστοιχεί στο Εγώ μας και το άλλο στο εικονικό του άκρο το οποίο γίνεται σε μας αντιληπτό ως ‘οι άλλοι’ που βρίσκονται απέναντί μας. Όλοι αυτοί οι άλλοι, όμοια ή ανόμοια με μας πλάσματα, με τα οποία αλληλεπιδρούμε συνεχώς, μοιραζόμενοι ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις, αντιδράσεις και καταστάσεις οι οποίες δημιουργούνται γύρω μας αδιάλειπτα.»
«Τι θέλετε να πείτε δηλαδή; Το Εγώ μας και όλοι οι άλλοι που βρίσκονται γύρω μας, είμαστε Εμείς;» τόλμησα και ρώτησα διακόπτοντας τη ροή του λόγου του. «Δεν μπορώ να το καταλάβω έτσι όπως το περιγράφετε. Το Εγώ μου, καταλαβαίνω ότι δημιουργείται από την επίγνωση και ανήκει στο σώμα μου, αλλά οι άλλοι πώς αποτελούν δίπολο μαζί μου, αφού Εγώ και ο άλλος απέναντι, είμαστε δύο διαφορετικά Εγώ». O Proteus σταμάτησε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Χαμογέλασε…
 
«Μηχανικός είσαι. Μπορείς να φανταστείς τον Εαυτό σου σαν μικρό λαμπάκι, όπως αυτά που βάζουμε για να στολίσουμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα; Αυτά τα λευκά ή τα πολύχρωμα μικρά λαμπάκια που αναβοσβήνουν πάνω στο δέντρο, στις βιτρίνες των καταστημάτων ή τα μπαλκόνια των σπιτιών;» είπε κα περίμενε για λίγο την αντίδρασή μου… Τον κοιτούσα αμίλητος, εκείνος χαμογέλασε περισσότερο πλατιά και συνέχισε… «Εσύ λοιπόν είσαι ένα τέτοιο μικρό λαμπάκι. Για να φωτίσεις και να εκπέμψεις φως, θα πρέπει να ενώσεις τα δύο σου άκρα στο ηλεκτρικό ρεύμα, αλλιώς δεν φέγγεις. Στο ένα άκρο σου λοιπόν, υπάρχει το Εγώ σου και στο άλλο στην αρχή δεν υπάρχει τίποτε, είναι κενό. Κι όσο παραμένει έτσι, Εσύ παραμένεις σβηστός. Μέχρι που το διπλανό λαμπάκι θα σε αγγίξει στο ελεύθερό σου άκρο. Τότε θα κλείσει το κύκλωμα, το ηλεκτρικό ρεύμα θα περάσει από μέσα σου, θα ανάψεις και θα φωτίσεις. Το άκρο αυτό που μέχρι πριν ήταν ελεύθερο, κενό, τώρα το αγγίζει κάποιο άλλο λαμπάκι μεν, αλλά συνεχίζει να σου ανήκει. Το άκρο αυτό όπως και εκείνο απέναντι που βρίσκεται το Εγώ σου, ανήκει στο λαμπάκι το οποίο Είσαι Εσύ. Αυτό το άκρο σου όμως το οποίο βρίσκεται απέναντι από το Εγώ σου και τώρα το άγγιξε ένας άλλος, αντιστοιχεί στο εικονικό αποτύπωμα του Εγώ σου. Αν δεν το αγγίξει κάποιος, δεν το αναγνωρίζεις. Είναι δικό σου αλλά δεν γνωρίζεις ότι είναι εκεί, όπως δεν αναγνωρίζεις και το Εγώ σου. Όσο δεν σε αγγίζει κανείς, Εσύ δεν αναγνωρίζεις ούτε το ελεύθερο άκρο σου ούτε το Εγώ σου. Διότι το Εγώ σου, εμφανίζεται μόλις ανάψει η λάμπα, δηλαδή μόλις ο άλλος που βρίσκεται απέναντί σου, αγγίξει το άκρο το οποίο αποτελεί την εικονική αντανάκλαση του δικού σου Εγώ.
»Αλληλεπιδρούμε λοιπόν με τους άλλους γύρω μας, αλλά στην ουσία η αλληλεπίδραση αυτή μαζί τους, αποτελεί νοητική ενεργειακή σύζευξη. Ενεργειακή σύνδεση. Δράση με παράλληλη αντανακλαστική αντίδραση, σε ένα ερέθισμα το οποίο σηματοδοτεί την ενεργοποίηση ενός δικού μας ενεργειακού σημείου, ενός άκρου μας, ενός νοητικού ενεργειακού υποδοχέα μας. Μια ενεργοποίηση η οποία, παρουσιαζόμενη σε μας με τη μορφή νοητικής αναλαμπής, προέρχεται από ένα αμφίδρομο ενεργειακό άγγιγμα πάνω και στους δυο μας. Το άγγιγμα δρα και στους δυο μας. Ένα αμφίδρομο άγγιγμα της παραγόμενης –και απ τους δυο- πληροφορίας. Κι αυτό το άγγιγμα, αυτό το παραγόμενο ερέθισμα κάποιος θα το διαχειριστεί. Κάποιος ο οποίος στην αρχή είναι το Εγώ μας κι μόνον αυτό. Αν ο διαχειριστής όμως αυτής της ενεργοποίησης είναι το Εγώ μας, τότε αυτή η ενεργειακή πληροφορία παράγεται από την επίγνωσή μας και όχι απ’ τη συνείδησή μας.
»Το οποίο σημαίνει ότι: Μια πληροφορία η οποία έχει παραχθεί δευτερογενώς -και άρα είναι ήδη αλλοιωμένη-, στοχεύει κάποιον ‘άλλον’ ο οποίος βρίσκεται απέναντί μας, κατευθύνεται, προσπίπτει πάνω του, τον αγγίζει ενεργειακά και στη συνέχεια ανακλάται και επιστρέφει σε μας αλλοιωμένη όμως περισσότερο, καθιστώντας μας έτσι μαζί του, τα δύο άκρα ενός νέου, εικονικού μεν, αλλά -παρόλα αυτά- ενιαίου διπολικού συνόλου. Ενός ενεργειακού δίπολου, το οποίο με τη σειρά του έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί άπειρα νέα -δίπολα πάντα- υποσύνολα ενεργειακά πεδία, τα οποία σε μας γίνονται αντιληπτά ως ‘οι διάφορες καταστάσεις της ζωής μας’. Καταστάσεις όπου η πολυπλοκότητά τους αυξάνεται ακόμη περισσότερο, όταν αυτός ο ‘άλλος,’ αντιδρά -στην πληροφορία την οποία έχει δεχθεί από μας-, μέσω του δικού του Εγώ, προσθέτοντας τη δική του παρέμβαση πάνω της, μεγεθύνοντάς την και πολλαπλασιάζοντας έτσι τη συσσωρευμένη ενέργεια στο τελικό αποτέλεσμα.
»Με τον τρόπο αυτό, εμείς κι εκείνοι, αντανακλώντας τους Εαυτούς μας οι μεν στους δε, γεννούμε ένα επόμενο -αλλά πολλαπλό- επίπεδο διπολικής πληροφορίας από αυτό της επίγνωσης, την Πεποίθηση. Ένα πολλαπλό, ψευδές πάλι παράγωγο πληροφορίας, το οποίο λειτουργεί τώρα στο δημιουργημένο (από την επίγνωση) δίπολο, σκέψης-συναισθήματος. Η επίγνωση γεννά σκέψη και η σκέψη -ως πληροφορία- αγγίζει ενεργειακά το δικό μας σώμα, αντανακλώμενη πάνω του και επιστρέφοντας πάλι πίσω στην επίγνωσή μας ως συναίσθημα. Ένα συναίσθημα το οποίο όμως στο Εγώ μας και στο σώμα μας, μεταφράζεται, γίνεται αισθητό  και άρα αντιληπτό, ως ‘εσωτερικός πόνος’ ή ‘ηδονική χαρά’. Δίπολο πάντα κι αυτό.»
Δεν ήθελα να τον διακόψω, αλλά όσο εκείνος προχωρούσε στην περιγραφή του, τόσο εγώ αντιλαμβανόμουν πόσο φτωχή μοιάζει να είναι η επικοινωνία με τις λέξεις, για ένα θέμα σαν και τούτο. Τον άφησα να συνεχίσει…
«Από όλο το παραπάνω όμως, παρατηρούμε ότι εμείς, μέσω της πληροφορίας η οποία ξεκινά από τη συνείδησή μας, διερχόμενοι και αντανακλώμενοι συνεχώς από πεδίο σε πεδίο, εισερχόμαστε σταδιακά σε μεγαλύτερα βάθη του αισθητού κόσμου. Και στην πορεία μας αυτή συμβαίνουν δύο πράγματα: Όσο εμείς εισερχόμαστε περισσότερο και περισσότερο βαθιά μέσα σε αυτό το ενεργειακό πεδίο του κόσμου, τόσο πρώτον, δημιουργούνται νέα επίπεδα ψευδούς ή αλλοιωμένης πληροφορίας και δεύτερον, απομακρυνόμαστε εκ παραλλήλου από τον πυρήνα της πραγματικότητάς μας, από το κέντρο μας, από μας τους ίδιους ως Εαυτούς. Θεωρώντας ότι ο κόσμος που αισθανόμαστε και στον οποίο βυθιζόμαστε, αποτελεί το εξωτερικό περιβάλλον μας, χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, του ‘μέσα μας’ και του ‘έξω μας’, αδυνατώντας πλέον να αντιληφθούμε ότι οι έννοιες αυτές είναι μια σύμβαση του νου και του σώματός μας και όχι του Εαυτού μας. Η μητρική μας συνείδηση διαγράφεται και στη θέση της δημιουργείται αυτή η νέα, η επίγνωση κι όσο αυτή -μαζί με τις πληροφορίες για τον κόσμο και την αλληλεπίδρασή μας μαζί του- αυξάνεται, τόσο αυξάνουν και οι πεποιθήσεις μας σχετικά με αυτόν. Η αρχική εσωτερική μας πραγματικότητα, μετατρέπεται σταδιακά σε μια συνεχώς αυξανόμενη εξωτερική εικονικότητα, η οποία αλλοιώνει τη σύνδεση του σώματος με τον Εαυτό μας. Και αυτή τη σύνδεση, είναι που έρχεται να αποκαταστήσει αυτό το πρόγραμμα το οποίο παρακολουθείτε, μέσω της συσκευής της ΄σύζευξης’ που βλέπετε εδώ μπροστά σας.
»Ίσως τώρα αρχίζετε να κατανοείτε καλύτερα το νόημα φράσεων όπως: ‘ο Εαυτός μας είναι μέσα μας ή ‘αυτοί οι άλλοι είναι κομμάτι από Εμάς’. Όσο κι αν προσπαθήσουμε όμως μέσα από τις λέξεις, να κατανοήσουμε το εννοιολογικό βάθος από αυτές τις φράσεις, δεν θα μπορέσουμε να το καταφέρουμε χωρίς κάποια βοήθεια προς τις αισθήσεις μας. Προς το νου και το σώμα μας, τα οποία εξακολουθούν να παραμένουν αγκιστρωμένα σε ό,τι βλέπουν, ακούν, αγγίζουν και γενικά σε ό,τι αντιλαμβάνονται από το λεγόμενο εξωτερικό τους περιβάλλον. Και τούτη τη δεδομένη στιγμή, την απαραίτητη αυτή βοήθεια, θα προσπαθήσουμε να την αντλήσουμε από την υψηλή τεχνολογία της πληροφορίας, η οποία κατάφερε να δημιουργήσει και να μας προσφέρει μια πρωτοποριακή λύση στην αναζήτησή μας» και κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του, έδειξε τη μαύρη ελαστική στολή, που φορούσε το ανδρείκελο στο κέντρο της αίθουσας πίσω του και που τώρα μάλλον ήμασταν πλέον έτοιμοι να μάθουμε περισσότερα για αυτήν.
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/5.html#more