Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ξεναγώντας το Εγώ μου

Κεφάλαιο Ι
8. Ξεναγώντας το Εγώ μου
Κι όμως, ήταν σαν ξαφνικά να άνοιξα τα μάτια μου και να έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Άκουγα και έβλεπα χωρίς να αισθάνομαι σώμα. Δεν ένοιωθα κάτι από αυτό. Μέσα σε μια θάλασσα απέραντης γαλήνης, με κοιτούσα καθισμένο σε εκείνη την περίεργη πολυθρόνα που βρισκόμουν μερικά δευτερόλεπτα πριν, δίπλα σε όλους τους υπόλοιπους στον κύκλο κι όμως εγώ βρισκόμουν πάρα πέρα, λίγο πιο μακριά από όλους.
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και φάνηκε ένας υπάλληλος από εκείνους που πριν από λίγο έκαναν τις μεταφορές των επίπλων και των ηλεκτρονικών συσκευών. Όμως, όπως φάνηκε στην είσοδο, στο άνοιγμα της πόρτας, συγχρόνως εμφανίστηκε και στο κέντρο περίπου της αίθουσας δίπλα στον Proteus που στεκόταν εκεί και με παρατηρούσε. Ο ίδιος υπάλληλος ταυτόχρονα σε δύο σημεία. Τα δύο του σώματά ξεκίνησαν να κινούνται το ένα προς το άλλο, συναντήθηκαν στη μέση της διαδρομής, αναμίχθηκαν μεταξύ τους, πέρασαν από μέσα τους και αφού το καθένα έφτασε στην αρχική θέση του άλλου, εξαφανίσθηκαν από την αίθουσα το ίδιο όπως εμφανίστηκαν κι η πόρτα έκλεισε. Κι όμως δεν μου έκανε εντύπωση. Δεν διερωτήθηκα πώς συνέβη. Καταλάβαινα ότι δεν γνώριζα το λόγο, την αιτία που μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο και συγχρόνως βαθιά μέσα μου συνειδητοποιούσα ότι αυτό που μόλις είδα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
«Τι είναι εδώ;» με άκουσα από την πολυθρόνα που βρισκόμουν ξαπλωμένος να ρωτώ.
«Τι βλέπεις;» μου απάντησα
«Τίποτα. Ούτε βλέπω ούτε ακούω κάτι».
«Τι είναι, πού;» ρώτησα το ξαπλωμένο σώμα μου. «Εδώ που είμαι εγώ ή εκεί που είσαι εσύ;».
«Γιατί; Εσύ δεν είσαι εδώ που είμαι εγώ;» με ξαναρώτησε εκείνο.
 
«Εγώ βρίσκομαι στον ενδιάμεσο χώρο κι εσύ διέρχεσαι μέσα από το ‘τώρα’», του απάντησα με μια βεβαιότητα που με ανάγκασε να την παρατηρήσω.
«Θα ήθελα να το δω κι εγώ αυτό που βλέπεις εσύ» ξαναείπε το σώμα μου από τη θέση που ήταν ξαπλωμένο παραδίπλα…
 
«Αυτό που βλέπω εγώ, είναι αδύνατον να το δεις εσύ από εκεί που βρίσκεσαι. Στον κόσμο που ζεις δεν είσαι ένας, αλλά μυριάδες. Κι όλοι αυτοί, είσαι Εσύ. Εμφανίζεσαι ως σώμα και εξαφανίζεσαι πάλι για να πάρει τη θέση σου το επόμενο σώμα σου που ακολουθεί. Έτσι, για να το δεις αυτό που βλέπω εγώ, θα πρέπει να σταματήσεις να ρωτάς, μιας και αυτός που ρωτάει, δε είναι ποτέ ο ίδιος με εκείνον που λαμβάνει την απάντηση. Αυτό όμως, είναι αδύνατον να το κατανοήσεις. Ο μόνος που μπορεί να το δει, είναι το σώμα σου εκείνο που μου έκανε την ερώτηση και που αυτή τη στιγμή έχει εξέλθει από τον κόσμο σου και έχει εισέλθει πάλι εδώ που είμαι εγώ. Και λέω πάλι, διότι εκείνο το σώμα που μου έκανε την ερώτηση, πριν την ξεστομίσει ήταν επίσης εδώ μαζί μου. Ήταν εδώ, μπήκε στον κόσμο σου, εμφανίστηκε ως σώμα δικό σου μέσα σε αυτόν και ξαναβγήκε πάλι εδώ, για να απομακρυνθεί στη συνέχεια αντίθετα από εκεί που ήλθε. Μπήκε στον κόσμο σου από εδώ, κι όμως δεν θυμόταν τίποτε από τούτο το χώρο, διότι εσύ που ήσουν πριν εδώ, εσύ που με ρώτησες πριν από λίγο κι εσύ που με ακούς τώρα, είσαι Εσύ, αλλά δεν είσαι το ίδιο σώμα, δεν είσαι ο ίδιος νους.».
«Δεν μπορώ να τα καταλάβω αυτά» με διέκοψε το σώμα μου με αρκετή τώρα δυσπιστία. «Αμφιβάλω ότι είναι έτσι τα πράγματα. Δεν μου αρκεί αυτό που μου περιγράφεις σαν απάντηση. Πως είναι δυνατόν να είμαστε διαφορετικά σώματα, αλλά να θυμάμαι εγώ αυτά που μου λες τόση ώρα. Αν είμαστε διαφορετικά σώματα, τότε δεν τα ακούω όλα αυτά μόνον εγώ, αλλά όλοι εμείς που αποτελούμε το σώμα μου. Κι αν όλοι εμείς, όπως λες, μπορούμε και σε ακούμε σαν ένας, σαν εγώ, γιατί τότε ξεχνάω αυτό που συμβαίνει στο χώρο που βρίσκεσαι εσύ, αλλά θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια αυτά που μου περιγράφεις εδώ; Κι αν εσύ είσαι σε διαφορετικό μέρος από μένα, πως μπορώ και σε ακούω αλλά δεν μπορώ να σε δω».
«Η γνώση την οποία έχεις, ξεκινάει από σένα, από το ‘τώρα’ σου και μετά. Οτιδήποτε υπάρχει ‘πριν’ από σένα, έχει σβηστεί, έχει μείνει έξω, εδώ που βρίσκομαι εγώ. Αυτή η λέξη ‘πριν’ όμως που σου λέω, για σένα αποτελεί και είναι το μέλλον σου. Διότι στη θέση που βρίσκεσαι, φτάνεις από το μέλλον. Αυτά που σου περιγράφω, τα θυμάσαι διότι αποτελούν τμήματα της γνώσης που σου δίνω τώρα. Με το ρυθμό όμως που την εισπράττεις εσύ, λέξη-λέξη, η γνώση κόβεται σε κομμάτια. Κατακερματίζεται σε κάθε σώμα που φτάνει στη θέση στην οποία βρίσκεσαι. Κι εσύ δεν κάνεις τίποτε άλλο, παρά να δημιουργείς συνάψεις με όλα τα σώματα αυτά που περνούν αστραπιαία από το ‘τώρα’ σου και να συνδέεις τις πληροφορίες που έχει απορροφήσει το κάθε ένα, προσπαθώντας να βγάλεις νόημα. Κι όλο αυτό το λες μνήμη.
»Το γνωρίζω ότι νοιώθεις αμφιβολία. Διότι πάντα θα σου λείπει ένα κομμάτι γνώσης. Η ενέργεια που χρειάζεσαι για να συντηρήσεις όλες αυτές τις συνάψεις με τα σώματά σου είναι υπερβολική για τα μέτρα σου, κάτι που αδυνατείς να κατανοήσεις ως σώμα. Τόσο η αμφιβολία όσο και η εμπιστοσύνη, βασίζονται στη γνώση που έχεις. Σε αυτή την ελλιπή πληροφορία που ζητάς συνέχεια. Όσο πιο πολλά γνωρίζεις, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη νοιώθεις και το αντίθετο. Όμως καθώς αυξάνεις τη γνώση σου, διευρύνεις και τον κόσμο γύρω σου, ο οποίος σου ζητά ακόμη περισσότερη γνώση. Έτσι η γνώση ποτέ δεν σου αρκεί, διότι ποτέ δεν μπορεί να τα γνωρίζεις όλα, ούτε καν πολλά. Στην ουσία αυτό που θα γνωρίσεις σε όλη τη ζωή σου, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό της συνολικής πληροφορίας που υπάρχει πέρα από σένα.»
 
«Μα ζω πολλές ζωές. Δεν αθροίζεται αυτή η γνώση;» άκουσα το σώμα μου να με διακόπτει σχεδόν αγχωμένο
«Λάθος κάνεις. Δεν ζεις πολλές ζωές. Εσύ ζεις μονάχα μία. Τις ζωές τις ζω εγώ, σε διαφορετικά σώματα την κάθε φορά. Ζω μέσα από σένα, ναι, αλλά εγώ είμαι αυτός που ζω τις ζωές μέσα στον κόσμο σου.»
 
«Και ποιος είσαι εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά κι εγώ αδυνατώ να τα αντιληφθώ;» με διέκοψε πάλι το σώμα με το Εγώ μου ειρωνικά και σχεδόν αλαζονικά.
«Είμαι ο Εαυτός σου. Είμαι ο φορέας της συνείδησής σου. Είμαι η ψυχή σου. Ο αθάνατος ταξιδευτής του σύμπαντος. Ο πυρήνας ο οποίος βαπτίζομαι μέσα σου, μεταφέροντας αυτό που αληθινά υπάρχει πέρα από τον κόσμο τον οποίο αισθάνεσαι. Αυτός που συντηρώ τη ζωή σου. Μια ζωή, η οποία βασίζεται στη γνώση που θα λάβεις όσο αυτή διαρκεί. Όμως η γνώση είναι τόσο ελάχιστη μέσα στο σύμπαν της δημιουργίας, που είναι αδύνατον να χωρέσει μέσα της αυτό που αληθινά υπάρχει γύρω σου ως πληροφορία. Διότι η γνώση, είναι ο ίδιος ο κόσμος μέσα στον οποίο ζεις. Εσύ τον δημιουργείς μέσα από αυτή. Κάθε φορά που ρωτάς κάτι, κάθε φορά που προσθέτεις κάτι παραπάνω σε όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωρίζεις, μεγαλώνεις τον κόσμο σου. Όμως αδυνατείς να κατανοήσεις ότι όσο πιο πολύ τον μεγαλώνεις, τόσο περισσότερες ερωτήσεις και απορίες έχεις για αυτόν. Κι όσο αυξάνονται οι ερωτήσεις σου, τόσο περισσότερη γνώση ζητάς, σε έναν ατέρμονα αγώνα από την αρχή ως το τέλος της ζωής σου».
«Και τι θα πρέπει να κάνω δηλαδή;» ακούστηκε το σώμα μου τώρα σχεδόν αδύναμο…
«Να σωπάσεις και να με αφήσεις να συνδέσω το κομμάτια σου σε ένα».
 
«Δεν σου έχω εμπιστοσύνη. Γιατί να τα συνδέσεις, τι σημαίνει να συνδέσεις τα κομμάτια μου» συνέχισε…
«Μέτρα τις αναπνοές σου» απάντησα σχεδόν κουρασμένος στο σώμα μου. «Σταμάτα να ρωτάς και εστιάσου σε αυτές. Παρατήρησε κάθε μία από τις εισπνοές και εκπνοές σου», και σταμάτησα πια να του απαντώ στις χωρίς όριο ερωτήσεις του…
Πως όμως μπορούσα να απαντώ σε μένα τον ίδιο, ο οποίος συνέχιζε να ρωτάει ακατάπαυστα, οτιδήποτε του περάσει από τη σκέψη. Πως συνέβαινε, ώστε εγώ απλά γνώριζα. Ούτε ‘γνώριζα’. Η λέξη ‘γνώριζα’ δεν είναι ακριβής σε εκείνη την κατάσταση που βρισκόμουν. Η γνώση εδώ μου ήταν παντελώς άχρηστη, ασήμαντη, χωρίς σημασία. Το να γνωρίζεις, σημαίνει ότι έχεις μια αλληλουχία πληροφοριών τις οποίες μπορείς να βάλεις σε σειρά και να βγάλεις συμπεράσματα. Εδώ που βρισκόμουν δεν διερωτόμουν για κάτι, δεν χρειαζόταν να βγάλω συμπέρασμα και να πάρω κάποια απόφαση. Είναι σαν να ρωτάς πώς στέκεσαι όταν είσαι ήδη όρθιος. Σαν να απορείς πώς περπατάς όταν ήδη βαδίζεις. Δεν υπάρχει πώς, γιατί, ή τι είναι. Διότι το οτιδήποτε Είναι εκεί. Άρχισα να παρατηρώ όλο αυτό που αντιλαμβανόμουν. Στο απειροελάχιστο τμήμα του οποιουδήποτε χρόνου που ξεκινούσα να αναρωτηθώ για κάτι, η πληροφορία για το σύνολο εκείνου του ‘κάτι’ βρισκόταν ήδη μέσα μου.
Ώστε αυτό σημαίνει ‘πίστη’; Η απουσία της ανάγκης της γνώσης. Αυτό είναι συνείδηση; Η ύπαρξη ολόκληρου του εύρους της πληροφορίας χωρίς την ανάγκη της ύπαρξής της. Η πίστη όπως και οποιαδήποτε πληροφορία που έχω μέσα μου χάνεται από τη στιγμή που το σώμα μου ζητήσει γνώση; Αλλάζει, αλλοιώνεται και γίνεται εμπιστοσύνη ή αμφιβολία, κάτι εντελώς διαφορετικό από την ουσία της ως πίστη. Η γνώση, ως έννοια και ως ουσία είναι το συστατικό της καταστροφής της; Όμως αυτό σημαίνει ότι εγώ, ο Εαυτός αυτού του σώματος το οποίο βρίσκεται εδώ παραδίπλα μου, ξαπλωμένο σε αυτό το αντικείμενο που θεωρεί πολυθρόνα, είμαι σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνο. Η συνείδησή μου περιέχει το σύνολο της δημιουργίας, ενώ αυτό περιμένει μέσω της γνώσης να δημιουργήσει την πραγματικότητά του. Τον κόσμο του. Όλο αυτό το οποίο θεωρεί πολύ σπουδαίο. Σημαντικό. Ενώ είναι ένα τίποτε.
Ατένισα το χώρο γύρω μου. Είχα απαντήσει στο σώμα μου, ότι ο χώρος αυτός είναι ενδιάμεσος. Ενδιάμεσος ανάμεσα σε τι. Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσω την ερώτηση. Ο χώρος γύρω μου άλλαζε και διαμορφωνόταν ανάλογα με τη θέλησή μου, έτσι έκανα μια νοητή κίνηση για να δω καθαρότερα μέσα του. Εκατομμύρια άτομα γύρω μου, χωρίς την ανάγκη να τους ρωτήσω ή να τους μιλήσω για το οτιδήποτε. Ακριβώς στο όριο των κόσμων του αοράτου και του ορατού, η ίδια σου η βούληση άλλαζε και σου εμφάνιζε τα επίπεδα υλοποίησης, όπως αλλάζεις κανάλι στην τηλεόραση. Υπήρχαν τα πάντα. Και τα πάντα έμοιαζαν πραγματικά και ζωντανά. Όμως όλα αυτά, ήταν ακόμη αόρατα από το σώμα μου. Αυτά που επρόκειτο να πάρουν μορφή και εκείνα που ήδη είχαν πάρει μορφή και έβγαιναν από το σκηνικό του αισθητού κόσμου, υπήρχαν αναμεμειγμένα μεταξύ τους, σε ένα σύνολο χαοτικό αλλά γαλήνιο.
 
Ψυχές, οι οποίες είχαν χάσει τα σώματά τους από τη ζωή λόγω κάποιας ξαφνικής διακοπής της ζωτικότητας τους και παρόλα αυτά διατηρούσαν ένα μικρό τμήμα τους σε μια ροή η οποία δεν μπορούσε να δώσει στο σώμα τη δύναμη να εμφανιστεί και πάλι, ζούσαν παράλληλα στον αισθητό κόσμο, μέσα σε σώματα όπου τα ίδια το αγνοούσαν όλο αυτό. Ακολουθώντας τη ροή της Συνειδητότητας, έφταναν στο όριο της εμφάνισης -μαζί με τους υπόλοιπους που ζούσαν- και γύριζαν πίσω χωρίς να πάρουν υλική μορφή. Άλλες πάλι ψυχές που αποχωρίζονταν τα αποβιώσαντα σώματά τους, έφευγαν προς το μέλλον, αφήνοντάς τα να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία προς το παρελθόν τους. Σαν χώρος, δίπλα ακριβώς στο όριο του ορατού και αοράτου, ήταν ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν. Ένα σταυροδρόμι από δύο αντίθετες κατευθύνσεις οι οποίες ξεκινούσαν ακριβώς στο όριο του αισθητού κόσμου και που στα πέρατα του σύμπαντος, αν και αντίθετες, συναντιούνται πάλι και ενώνονται ως μία ευθεία, σε μια πορεία απείρου.
«Ασχολήσου με το σώμα σου κι το Εγώ του» αισθάνθηκα μια φωνή μέσα μου. Δεν μίλησε κάποιος, ούτε ακούστηκε ήχος, ούτε είχε διάρκεια ως συνομιλία. Ότι ήθελε να πει εκείνη η φωνή της συνείδησής μου, το είπε νοητικά και συνολικά, ακαριαία, όπως ακαριαία και συνολικά το εισέπραξα κι εγώ. Αποφάσισα να ξεκινήσω να ασχολούμαι με το σώμα μου. Όλα ήταν εδώ. Τι να του πρωτοπώ όμως, τι να του δείξω που να μπορεί να το κατανοήσει. Ο κόσμος του αόρατου είναι άπειρος και θα βρίσκονταν συνεχώς εμπρός μου μιας που θα προσπαθούσα να τα μεταφέρω ως πληροφορία και στο ίδιο. Έτσι υψώθηκα βαθιά μέσα στο χρόνο, σε όλη τη διάρκεια που κρατούσε η ζωή του, για να ενώσω τα κομμάτια του. Κι εκείνα που έφευγαν στο μεγάλο ταξίδι προς το παρελθόν, αλλά κι εκείνα που πλησίαζαν στο τώρα του απ το μέλλον του.
Το σώμα μου, είχε ηρεμήσει τώρα και ανέπνεε ρυθμικά, αργά και γαλήνια. Είχε καταλαγιάσει τις σκέψεις του και μπορούσε να με αντιλαμβάνεται καλύτερα. Τον κάλεσα λοιπόν να με πλησιάσει. Αυτόν τον βιολογικό άνθρωπο από σώμα και Εγώ, που μέσα του ζούσα και παλλόμουν μαζί του, του ζήτησα να έρθει να με βρει. Υπάκουσε, κι εγώ έμεινα να παρατηρώ τα σχήματα που έπαιρνε ο νους του σαν με πλησίαζε. Τα σχήματα που δημιουργούσε ως χώρο, ως μονοπάτι, τον τρόπο που σχεδίαζε τη θάλασσα κάτω από τα βράχια, το δάσος γύρω, τα ζώα, τον ουρανό, τα πάντα. Του άνοιγα τη συνείδησή μου και τον άφηνα ελεύθερα να δανείζεται όλες εκείνες τις πληροφορίες οι οποίες του ήταν απαραίτητες να σχηματίσει νοητά τη διαδρομή του ώστε να με φτάσει.
 
Είναι απίστευτο πως ο ανθρώπινος νους χρειάζεται πάντοτε σχήματα, σύμβολα. Του είναι αδύνατον να κατανοήσει κάτι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται σε δύο ή τρεις διαστάσεις, σε κάτι που ήδη γνωρίζει. Αιώνες τώρα αυτό κάνει. Τα πιο απλά από αυτά, τα περισσότερο αφομοιώσιμα από το νου του, ψάχνει και τα βρίσκει μέσα στη συνείδηση που του παρέχει η ψυχή. Εγώ, ο Εαυτός του. Δεν αποτελεί γνώση για αυτόν, έτσι τα χρησιμοποιεί χωρίς σκέψη. Είναι ο τρόπος που αρχίζει να μιλά μαζί μου. Ο τρόπος να του θυμίσει, να τον προκαλέσει να παραμερίσει για λίγο τη γνώση για το ‘πώς’ και το ‘γιατί’ και μονάχο να τον σπρώξει να μιλήσει με το αόρατο.
Τον παρατηρούσα να με πλησιάζει αγκομαχώντας στην κορυφή του βουνού που σχεδίαζε στα βάθη της σκέψης του. Κι όση ώρα έκανε να ανέβει, εγώ άκουγα μέσα από τα σχήματα που χρησιμοποιούσε στη νοητή ζωγραφιά του, όλα αυτά που είχε κρατήσει σαν βάρος και σαν χάρισμα. Τον άφησα να ανέβει πρώτα επάνω κι ύστερα του μίλησα.
«Αν σβήσω, το βουνό αυτό που ζωγράφισες μέσα στη μνήμη σου για να ανέβεις μέχρις εδώ, θα μπορέσεις να κρατηθείς όρθιος μέσα στον άδειο χώρο που θα μείνει;» Με κοίταξε χωρίς να απαντήσει κι εγώ συνέχισα…
«Αντί για γνώση σήμερα, θα ανοίξω εδώ δίπλα σου αυτή την πόρτα. Αποτελεί τη συνείδησή μου. Είναι δική μου αλλά για όσο είμαι μαζί σου, σου την παρέχω. Στη δωρίζω, μπορείς να πάρει όσο θέλεις από αυτή. Κι όλη αν την πάρεις, πάλι εγώ θα την έχω, μιας και είναι αδύνατον να τη χάσω με αυτό τον τρόπο.»
 
Με κοίταξε για λίγο, πλησίασε την πόρτα που του είχα ανοίξει δίπλα του και κοίταξε μέσα.
«Δεν βλέπω κάτι» είπε. «Τι είναι αυτό που μου δείχνεις;»
«Ο κόσμος που ζεις του απάντησα. Είναι η συνεχής ροή της Συνειδητότητας. Δεν βλέπεις κάτι γιατί δεν έχει σχήμα, μορφή. Παίρνει όμως ότι μορφή της ζητήσεις. Χωρίς να αλλάξει αυτό που αληθινά είναι. Όσο εκείνη θα ρέει προς τον κόσμο σου, θα παρουσιαστεί σε σένα όπως της ζητήσεις. Με ένα σχήμα που θα λέει κάτι μονάχα σε σένα. Διάλεξε λοιπόν, πως τη φαντάζεσαι;»
 
Το Εγώ μου τώρα σκέφτηκε λίγο και ύστερα αποφάσισε.
«Τη φαντάζομαι σαν ποτάμι.» είπε τελικά. «Ένα πελώριο ποτάμι που ρέει ορμητικά»
Και η συνείδησή μου χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, μετέτρεψε τον άυλο ενεργειακό χώρο της ροής της Συνειδητότητας σε ένα πλατύ, βαθύ και ορμητικό ποτάμι, που περνούσε με βουή εμπρός στα μάτια μας. Το Εγώ, θαύμασε τη μαγεία της συνείδησής μου και κοίταξε γύρω του.
 
«Δηλαδή, ούτε το βουνό πάνω στο οποίο στεκόμαστε υπάρχει; Ποιος το δημιούργησε; Γιατί;» άρχισε να ρωτάει πάλι ασταμάτητα… πριν το διακόψω…
 
«Εσύ. Σου ζήτησα να έρθεις και θεώρησες ότι βρίσκομαι εδώ. Στη σκέψη σου, ο χώρος στον οποίο κατοικώ συμβολίζεται με ένα ψηλό βουνό. Έτσι δεν σε άφησε να κάνεις κάτι άλλο. Το βουνό, σε κάνει να νοιώθεις εμπιστοσύνη. Και το μονοπάτι το οποίο σχημάτισες, το δημιούργησες έτσι ώστε να έχει τις απαραίτητες δυσκολίες. Αν το έκανες διαφορετικά θα αμφέβαλες ότι έχεις πάρει λάθος δρόμο. Ενώ στην ουσία και οι δύο μας τόση ώρα βρισκόμαστε, Εδώ…»
Είπα και στη στιγμή εξαφανίστηκαν όλα. Δεν υπήρχε τίποτε γύρω. Ούτε κι εγώ. Ούτε έδαφος, ούτε ουρανός, ούτε σύννεφα και δέντρα, ούτε ποτάμι, ούτε γκρεμός, ούτε ήχος από τη βουή του ορμητικού νερού… Τίποτε. Μονάχα το σώμα μου με το Εγώ μου, να κοιτάζει απορριμμένο μια κατάλευκη ολότητα να απλώνεται γύρω του, παντού, έως εκεί που έφτανε η ματιά του.
Μίλησα, αλλά ο ήχος της φωνής μου δεν έβγαινε από κάποια σχηματισμένη μορφή, μιας και εκεί στεκόταν μόνο το Εγώ μου πλέον, αλλά απλά ακούστηκε αυτό που ήθελα να πω σαν διάχυτος ήχος…
 
«Φοβάσαι;» ρώτησα το Εγώ μου
«Όχι» μου απάντησε εκείνο διστακτικά
«Μπορείς να μου πεις γιατί;» ξαναρώτησα απλά με τον ήχο μου…
«Δεν βλέπω, ούτε αισθάνομαι κάτι για να φοβηθώ» ξαναείπε…
«Τι από τα δύο αισθάνεσαι τώρα» είπε πάλι ο ήχος μου… «εμπιστοσύνη ή αμφιβολία;»
«Τίποτε από τα δύο. Θεωρώ ότι και οι δύο αυτές έννοιες δεν έχουν νόημα εδώ. Είναι κάτι που δεν έχω ξαναζήσει…» απάντησε το σώμα μου…
«Και δεν θέλεις να ελέγξεις γύρω σου να βεβαιωθείς για κάτι;» επέμεινα…
«Τι να ελέγξω; Μόνο Εγώ Είμαι Εδώ…»
 
«Έτσι νομίζεις; Εδώ υπάρχουν τα πάντα, απλά δεν έχουν μορφή. Δεν απαιτείται γνώση από σένα για το καθένα. Είσαι μέσα σε Όλα… Πες μια λέξη, και αφού την πεις κάνε ένα βήμα» είπε πάλι ο ήχος μου
«Θάλασσα» ακούστηκε από το Εγώ μου και πριν προλάβει να σηκώσει το πόδι του, βρέθηκε να περπατά στην επιφάνεια ενός πελώριου ωκεανού, όπου πριν ολοκληρώσει ένα βήμα, είχε βουλιάξει και κολυμπούσε στα πιο βαθιά νερά…
 
«Τι έγινε;» άρχισε να φωνάζει πανικόβλητο. «Που βρέθηκε η θάλασσα; Γιατί μου το κάνεις αυτό;»
«Θέλεις να γυρίσουμε το χρόνο πίσω εκεί που ήμασταν πριν;» το ρώτησα μέσα από τον ήχο.
 
«Ναι, κάνε γρήγορα όμως»
Κι ο χώρος στη στιγμή έγινε όπως πριν. Μια απέραντη λευκότητα από άκρου εις άκρον. Τώρα όμως το Εγώ μου προσπαθούσε επιφυλακτικά και με καχυποψία να ελέγχει γύρω του τα πάντα, μην πάθει πάλι κανένα κακό.
«Τώρα τι νοιώθεις;» ξαναρώτησα μέσα από τον ήχο
 
«Αμφιβολία. Και για σένα αλλά και για το χώρο που με έχεις φέρει. Γιατί το έκανες αυτό;» είπε χωρίς να αφήσει τα μάτια του από το γύρω χώρο…
 
«Για να καταλάβεις την έννοια της πίστης» απάντησα μέσα από τον ήχο μου και αμέσως πήρα μορφή δίπλα του. Αρχίσαμε να περπατάμε και το Εγώ μου μαλάκωσε, ηρέμησε και άρχισε να νοιώθει άνετα όπως πριν.
«Αυτό στο οποίο βρέθηκες πριν» άρχισα να του εξηγώ, «ήταν η κατάσταση της ‘πίστης’. Θυμάσαι τι είπες; ‘Μόνο Εγώ Είμαι Εδώ’. Δεν υπήρχε κάτι γύρω σου το οποίο ήθελες να μάθεις για αυτό. Η γνώση σαν έννοια και σκοπός ήταν χωρίς ουσία. Ήσουν μέσα σε όλα κι όμως η άγνοια αυτή για όλα δεν σου ήταν πρόβλημα. Δεν είχες ανάγκη να εμπιστευτείς ούτε να αμφιβάλεις για οτιδήποτε, διότι δεν ζητούσες γνώση. Τα είχες Όλα. Εδώ, βρίσκεσαι στον πυρήνα της συνείδησής μου. Της δικής σου συνείδησης, που όμως δεν έχεις μάθει να λειτουργείς μαζί της, αφού για σένα το μοναδικό που έχει σημασία και αξία είναι η γνώση.

»Από όλο το σύμπαν, ο κόσμος ο δικός σου είναι μονάχα αυτά που γνωρίζεις. Οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα σου αντιπροσωπεύουν μια κατάσταση ή μια μορφή γύρω από την οποία έχεις ήδη κάποια εμπειρία και ήδη γνωρίζεις κάτι για αυτό. Κοίτα γύρω σου και ονόμασέ το κι αμέσως εκείνο θα πάρει μορφή. Αν μιλήσω όμως εγώ, δεν θα δεις τίποτε ή αυτό που θα πέσει στην αντίληψή σου δεν θα καταλάβεις τι είναι. Έτσι, ή θα το αφήσεις να προσπεράσει ή θα αρχίσεις να ρωτάς για να το γνωρίσεις και να το εντάξεις στον κόσμο σου. Ξεκίνα λοιπόν» και του έδειξα τον άδειο χώρο γύρω ο οποίος συνέχιζε να αναδύει λευκότητα.
 
«Θα πω, αλλά να πάρει μορφή πιο μακριά από μας, εκεί πέρα» είπε τότε το Εγώ μου, κοντοστέκοντας όμως τώρα γεμάτο αμφιβολία μέχρι να δει τι θα γίνει. Έγνεψα θετικά κι εκείνο θάρρεψε και μίλησε «Ποτάμι…» είπε και στη στιγμή φάνηκε πάλι εκείνος ο πελώριος ποταμός που είχε δημιουργηθεί στην αρχή…
 
«Και πως γίνεται ο κόσμος με σύμβολο ένα ποτάμι;» ρώτησε πάλι παίρνοντας θάρρος από το δημιούργημά του «δείξε μου…»
Αλκιρέας
(συνεχίζεται…)
 http://aplesshmeiwseis.blogspot.gr/2015/01/8.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να σχολιάσετε το κείμενο που μόλις διαβάσατε